«Διαδρομές Γορτυνίων», συζητώντας με τον Παναγιώτη Γιαννόπουλο

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδος «Γορτυνία»:

Σε αυτό το φύλλο της εφημερίδος «Γορτυνία» μεταφερόμαστε στην Κάτω Ηραία και συγκεκριμένα στα Όχθια ή αλλιώς Καρασάνι, τα οποία περηφανεύονται άξια ως τόπος καταγωγής του πρώτου εκλεγμένου νομάρχη Αρκαδίας. Φιλοξενούμε λοιπόν στις σημερινές διαδρομές τον Παναγιώτη Γιαννόπουλο, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Όχθια, σπούδασε οικονομικές επιστήμες στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Πειραιά και μετεκπαιδεύθηκε σε θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Ινστιτούτο Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου λαμβάνοντας διδακτορικό τίτλο. Έχει διατελέσει Περιφερειάρχης Θεσσαλίας, αντιπρόεδρος της Ένωσης Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδας (ΕΝΑΕ), Αντιπρύτανης του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου ενώ σήμερα είναι Σύμβουλος Διοίκησης της Τράπεζας Πειραιώς και Πρόεδρος Δ.Σ. ΕΤΒΑ. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα και μελέτες σε έγκυρα οικονομικά περιοδικά και εφημερίδες, ενώ έχει εκδώσει και το δικό του βιβλίο.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΣΙΟΥΜΠΡΗ: Κε Γιαννόπουλε, καλώς ήρθατε στις Διαδρομές.
Η δική σας διαδρομή ξεκινά από το χωριό Όχθια, σε εποχές δύσκολες, στις οποίες
ο μόνος τρόπος για να φτάσετε στο σχολείο, Γυμνάσιο και Λύκειο στα Λαγκάδια τότε, ήταν με τα πόδια. Με τι στοιχεία εμπλούτισαν το χαρακτήρα σας οι συνθήκες αυτές και κατά πόσο επηρέασαν την πορεία σας;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: Χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω τα εμπόδια που έχουν να
υπερκεράσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας, οι νέοι κάθε εποχής, χωρίς να θέλω να μειώσω την αβεβαιότητα και την αγωνία που όλοι οι έφηβοι και οι νέοι αισθάνονται για το μέλλον τους, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά με τότε και τώρα. Η δική μου γενιά κυριολεκτικά δεν είχε να φάει. `Η αβεβαιότητα ήταν εάν θα τα καταφέρει να ζήσει, να σπουδάσει, να έχει τροφή, στέγη, δουλειά. Και όταν τα όνειρα τα πλάθεις ως νέος περπατώντας πάνω σε αγκωνάρια χειμώνα – καλοκαίρι, τότε το πρώτο που μαθαίνεις είναι να επιβιώνεις. Αυτές οι συνθήκες λοιπόν, εάν έδωσαν κάτι σε εμένα και τους συνομήλικους μου, ήταν ότι ο δρόμος της ζωής μας είχε μόνον μία επιλογή, μπροστά γιατί το πίσω ήταν
γκρεμός.
Κ.Τ.: Διετελέσατε Περιφερειάρχης Θεσσαλίας, όπου και καταγράψατε ρεκόρ
απορροφητικότητας σε κονδύλια και έργα από την Ευρωπαϊκή Ένωση (με ποσοστό
107%!). Πως καταφέρατε αυτή την επιτυχία και τι θεωρείτε πως πρέπει να γίνει
σήμερα ώστε να αξιοποιούνται κατάλληλα οι εν λόγω πόροι?
ΑΠ.: Εάν έχεις ξεκινήσει από τα Όχθια Γορτυνίας και καταφέρνεις να σε τοποθετεί ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης Περιφερειάρχη στην σπουδαιότερη περιφέρεια της χώρας, την ατμομηχανή της, την Θεσσαλία, τότε πιστέψτε με είναι εύκολο, να πετυχαίνεις απορροφητικότητα, να υλοποιείς έργο, να φέρνεις αποτελέσματα. Εμείς αξιοποιώντας τους υπηρεσιακούς παράγοντες,, του δήμους και τους φορείς των τοπικών κοινωνιών σχεδιάσαμε και υλοποιήσαμε μεγάλα έργα αλλά και πολλά μικρά που και σήμερα όλοι μιλούν γι’αυτά. Συνεπώς η απάντηση στο ερώτημά σας και η συμβουλή μου στους κατέχοντες σήμερα την εξουσία είναι ότι με γνώση και εργατικότητα πετυχαίνεις τους στόχους σου και φυσικά δεν πρέπει να επαναπαύεσαι στις επιτυχίες σου, ποτέ.
Κ.Τ.:  Ως πρώτος εκλεγμένος νομάρχης Αρκαδίας, γνωρίζετε πολύ καλά τα προβλήματα του τόπου μας. Τι πιστεύετε πως θα μπορούσε να βελτιωθεί ακόμη? Υπάρχει κάποιο όνειρο για την Αρκαδία που δεν έχει γίνει και θα θέλατε να το δείτε να πραγματοποιείται?
Π.Γ.:  Πάντα θα υπάρχουν πράγματα που θα μπορούν να γίνουν στην Αρκαδία, για τους
Αρκάδες. Και αυτό όχι γιατί έχουν γίνει λίγα αλλά γιατί η Αρκαδία έχει έναν αστείρευτο φυσικό και ιστορικό πλούτο που συνιστά το συγκριτικό της πλεονέκτημα. Αυτό που κατά τη γνώμη μου είναι ο στόχος της δεκαετίας, μετά από τις μεγάλες υποδομές που ολοκληρώθηκαν από το 1990 έως και το 2005, είναι η διασύνδεση των δήμων της, η δημιουργία διαδρομών που θα συνδέσουν και θα πολλαπλασιάζουν. Και δεν εννοώ φυσικά τουριστικών διαδρομών για τους επισκέπτες.
Αλλά άυλων διαδρομών υπηρεσιών και συνεργασιών που θα συνδέουν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και επαγγελματίες από ολόκληρο το νομό, σε μια γραμμή συνοικοδόμησης δράσεων, υπηρεσιών και προϊόντων, κάθετα και οριζόντια, δηλαδή κατά κλάδο αλλά και κατά υπηρεσία. Ο αγρότης και ο κτηνοτρόφος με τον έμπορο και τον επαγγελματία, η βιοτεχνία με την καταστηματάρχη και όλοι μαζί να φτιάχνουν μια αλυσίδα που θα προσδώσει υπεραξία και στη δουλειά τους και στον τόπο μας. Το στοίχημα είναι κανένας Αρκάδας χωρίς ευκαιρίες ανάπτυξης, κανένα χωριό απομονωμένο, ώστε ο πλούτος να αφορά όλους όσους έχουν την τύχη να γεννιούνται στην Αρκαδία ή να κατάγονται από αυτήν.
Κ.Τ.: Έχοντας διατελέσει Ιδρυτικό Μέλος της Παγγορτυνιακής Ενωσης και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, πως κρίνετε την τωρινή εικόνα του οργάνου αυτού που απευθύνεται στη Γορτυνία, θεωρείτε πως καλύπτει τις ανάγκες του τόπου? Πως θα μπορούσε να εκσυγχρονιστεί?
Π.Γ.: Πιστεύω ότι πρέπει να ανασυνταχθούμε και να εκσυγχρονιστούμε χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα μέσα της τεχνολογίας ώστε να επανασυστήσουμε τους συνδέσμους μας απανταχού της γης. Δεν ασκώ κριτική σε κανέναν και πιστεύω ότι όλοι έχουν προσφέρει ότι
περισσότερο μπορούσαν και τους επέτρεψαν οι συνθήκες. Αλλά υπάρχει ανάγκη να βρούμε τους τρόπους που επικοινωνεί και συνεργάζεται ο 30ρης και ο 40ρης. Για τον ίδιο σκοπό, με την ίδια βούληση και τον ίδιο σύνδεσμο, την Γορτυνία, πρέπει νέοι άνθρωποι να μπουν μπροστά για να συνεχίσουν ένα πολύχρονο έργο για τον τόπο των πατεράδων τους και των παππούδων τους.
Κ.Τ.: Κλείνοντας, υπάρχει κάποια ανάμνηση από το χωριό σας τα Όχθια, την οποία θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας?
Π.Γ.: Αναμνήσεις πολλές, αλλά θα σας εκμυστηρευτώ ότι όταν ξυπνώ το πρωί έχω πάντα την ίδια αίσθηση, ότι ξυπνώ στο πατρικό μου, στο χωριό μου. Αυτήν την αίσθηση δεν την απώλεσα ποτέ. Κρατάω μέσα μου όλες τις στιγμές, παρότι οι εικόνες από τα χρόνια ξεθώριασαν και έμειναν μόνο οι αισθήσεις. Ζωντανεύουν όταν βλέπω συνομηλίκους μου και γενικά πατριώτες.
Γι’ αυτό η πιο μικρή πατρίδα είναι η πιο γλυκιά πατρίδα. Και προσπαθώ απεγνωσμένα να διηγούμαι ιστορίες στα δύο μου εγγόνια, την Κατερίνα και τον Παναγιώτη, ειδικά στον Παναγιώτη. Πολλές φορές οι ιστορίες που του διηγούμαι αλλάζουν πρόσωπα και τα γεγονότα
μπερδεύονται, όμως μένει πάντα στα λόγια μου η αγάπη για το χωριό, για τους
ανθρώπους του, για την Αρκαδία μας.