Λαογραφικές Αναμνήσεις: Πως κυλούσε στο χωριό η Μεγάλη Εβδομάδα παλαιά!

Τη Μεγάλη Εβδομάδα το ξελίγωμα φτάνει στο κατακόρυφο. Πολύ λίγα σπίτια στήνουν τέτζερη στη φωτιά. Ευτυχώς στην εποχή της αφθονούν στο βουνό αγριόχαρτα που μοσκοβολάνε – μυρώνια, καυκαλήθρες, σκαντζίκια – κι όταν βρέχει – σαλιγκάρια. Ολα αυτά αποτελούν τη βασική τροφή στο χωριό.

Στο σπίτι είχαμε κι αραποσίτια. Τα πιο ψωμωμένα τα είχαμε κρεμάσει απ’ τα πούσια στο πατερό. Όταν βράζαμε φασόλια, ρίχναμε τρία – τέσσερα μέσα κι έβραζαν κι αυτά. “Μάννα” σωστό το αραποσίτι. Το καλοκαίρι το τρως χλωρό, το χειμώνα το βράζεις και γίνεται σαν τα χλωρά.

Η φτώχεια όμως ξεχνιέται, λίγο με τη γενική προετοιμασία για το Πάσχα, που κείνη τη χρονιά φαινόταν πως θα ήταν χαρούμενο. Η μούσκα μας είχε γεννήσει δύο κατσικάκια, ένα θηλυκό κι ένα αρσενικό, που θα το σφάζαμε. Είχαμε βάψει και πενήντα αυγά.

Υπήρχε όμως μια έλλειψη, βασική για μένα. Το μπαρούτι. Έπρεπε με κάθε τρόπο να εξοικονομήσω λίγα λεφτά για να αγοράσω το μπαρούτι που χρειαζότανε να γίνουν τ’ απαραίτητα πυρομαχικά για τη μεγάλη μάχη, που επρόκειτο να δοθεί από τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ έως ανήμερα της Λαμπρής μεταξύ των παιδιών της συνοικίας της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Γεωργίου. Ευτυχώς έλυσε το πρόβλημα εικοσάλεπτη δωρεά του παπά και ισόποση της Γλυκερίας.

Τη Μεγάλη Παρασκευή, για το στόλισμα του Επιτάφιου ασχολούσαντε τα κορίτσια του χωριού. Όσες έτυχε νάχουν διαβάσει τον Κατσαντώνη ή το Νταβέλη τον αρχιληστή, θεωρούσαντε μορφωμένες κι ήσαν υπεύθυνες της… καλλιτεχνικής επιτροπής.

Έφταναν στην κάθε εκκλησία αγκαλιές – αγκαλιές τα άνθη. Βιολέτες, κρίνοι κι άλλα αγριολούλουδα και πρασινάδες που μαζευόσαντε από το βουνό, μαζί με κλάρες από ανθισμένα δέντρα.

Το Μεγάλο Σάββατο το διαθέτανε ολόκληρο στο καθάρισμα και στόλι­σμα του σπιτιού. όι καπνιές από τα πάτερα φύγανε. Το βαρελοστάσι είχε καθαριστεί από τους σκλημνιούς, ο τέτζερης έλαμπε, το τάσι φρεσκογανωμένο έχασκε στην πιατοθήκη περιμένοντας κανά κοψίδι από το κατσίκι. Η πιατοθήκη στολισμένη με εφημερίδες. Ο καναπές στρωμένος με το κιλίμι για κανένα μουσαφίρη.

Το απόγιομα αγόρασα από τον έμπορα τέσσερες λαμπάδες: Δύο δεκά­ρικες για τη Γλυκερία και μένα και δύο πεντάρικες για τα κορίτσια.

* Από βιβλίο του αείμνηστου Κοντοβαζαινίτη Γ. Τσάκαλου