Ο ιστοριοδίφης Νίκος Γ. Παπαγεωργίου από Σέρβου, μέσα από την εφημερίδα «Γορτυνία» περιγράφει από το 1987 περιστατικά από τη ζωή του Αρχιστράτηγου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Μέχρι τώρα έχει γράψει πάνω από 1.300 μικρές Ιστορίες του Ήρωα. Μέσα από μικρές συνέχειες σκιαγραφεί τον Κολοκοτρώνη σαν άνθρωπο, σαν στρατηγό, την μορφή του, τους λόγους του και τα ρητά του. Η στήλη του στην εφημερίδα έχει τίτλο «Σκιαγραφώντας τον Ελευθερωτή των Ελλήνων. Μικρές ιστορίες και αποφθέγματα της ζωής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη». O Ν.Παπαγεωργίου είναι ένας από τους ελάχιστους αυτοδίδακτους ιστορικούς ερευνητές, αλλά κι ένας από τους ελάχιστους βιογράφους του Γέρου του Μοριά. Οι σημειώσεις και τα βιβλία του αποτελούν έναν ιστορικό και μοναδικό θησαυρό.
Με αφορμή τη φετινή επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του ’21 η εφημερίδα φέρνει στο φως αποσπάσματα από μικρές Ιστορίες του Ήρωα, όπως είχαν δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά πριν 35 χρόνια, με στόχο αυτά σύντομα να εκδοθούν και σε βιβλίο.
■ Σκιαγραφώντας τον Ελευθερωτή των Ελλήνων
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης – ελευθερωτής των Ελλήνων – καταγόταν από οικογένεια κλεφτών που κατοικούσαν στο Λιμποβίτσι. Γεννήθηκε το 1870 στις 3 Απριλίου τη Δευτέρα της Λαμπρής, στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας κάτω από ένα δένδρο, κατά τη διάρκεια των διωγμών και κατατρεγμών πούγιναν στην εποχή της επαναστάσεως του Ορλώφ. Δεν του ‘δωσαν όνομα της οικογένειας αλλά του Θεοδώρου Ορλώφ.
■ Δέκα ετών ορφανός
Ήταν το καλοκαίρι του 1780 όταν σκότωσαν τον πατέρα του και ο Θοδωράκης, δεκάχρονος με τα δύο μικρότερα αδέρφια του, έμεινε ορφανός. Τους 80 – γράφει ο ίδιος – εκατέβη ο Καπετάμπεης και χάλασε τον πατέρα μου και τον Παναγιώταρον Βενετσανάκη. Η χαροκαμένη καπετάνισσα τ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της και τα ρωτούσε:
– Πότε θα μεγαλώσετε και σεις, να κόψετε με το σπαθί σας, τους Τούρκους που σκότωσαν τον πατέρα σας;
– Εγώ θα μεγαλώσω – της έλεγε ο μικρός Χρηστός έξι χρονών αγόρι, θα σου φέρω εφτά κεφάλια Τούρκικα.
-Μπράβο σου. Και συ Γιάννη τι θα μου φέρεις;
– Εγώ θα φέρω εκατό κεφάλια να βάλουμε φωτιά να τα κόψουμε και να τα πηδάμε τ’ Αη-Γιαννού. Κι εσύ Θοδωράκη;
– Αμ εγώ δεν βάνω τούρκικα κεφάλια στο ταγάρι μου γιατί βρωμάνε. Θα διώξω τους Τούρκους από το Μοριά, όπως τ΄όθελε ο πατέρας.
■ Ήταν η ώρα ανοιχτή!!
Η καπετάνισσα κοίταξε δακρυσμένη το αμούστακο παλικαράκι. Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν στάθηκε άνδρας για να τα ζήση. Ξενόπλενε, έκοβε ξύλα. Τη φτώχεια εκείνην την περιγράφει ο ίδιος με δύο λέξεις: «Είχαμεν ελλείψεις».
■ Δύο χαστούκια από έναν Τούρκο
Τα δύο χαστούκια που ‘φαγε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σε ηλικία δεκατριών χρονών, από έναν Τούρκο στην Τρίπολη, όταν είχε πάει να πουλήσει ξύλα και το γαϊδουράκι του παραπατώντας λέρωσε με τα λασπόνερα των Τούρκο, τα επέπστρεψε με τον ακριβώτερο τόκο και με το χέρι όλων των Ελλήνων.
■ Κλεφτόπουλο
Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών παρουσιάστηκε στον πρωτοκλέφτη Ζαχαριά στους πύργους της Μπαρμπίτσας. Τον γνώρισε απ’ τα χαρακτηριστικά του. Ο Ζαχαριάς δοκίμαζε τα παλικάρια του, πριν τα πάρει. Έβαλε και τα ξύριζαν χωρίς νερό μ’ένα μαχαιράκι κι έπρεπε να δείξεις ότι δεν σε μέλει διόλου, για να μπεις στο σώμα. Έσφαξε αρνιά και τον τίμησε.
■ «Νοικοκύρης»
«Έγινε είκοσι χρονών, υπανδρεύθηκα και επήρα ενός πρώτου προεστού του Λεονταρίου, τον οποίον χάλασε ένας Πασάς εις το Ανάπλι. Έκτισα σπίτια, επήρα προικιό ελιές, αμπέλι, έγινα νοικοκύρης, εφύλαγα και το βιλαέτι. Εστεκόμαστε πάντοτε με το τουφέκια».
■ Ο ορισμός του «κλέφτη»
Με την ατιμωτική λέξη «κλέφτης» προσπάθησαν οι Τούρκοι να συκοφαντήσουν την ηρωική αντίσταση. Τη σημασία της λέξης τη δίνει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης ως εξής:
■ «Το κλέφτης ήταν καύχημα» έλεγε, «είμαι κλέφτης και ευχή των πατέρων ενός παιδιού ήταν να γίνει κλέφτης. Το κλέφτης βγήκε από την εξουσία…»
■ Έξυπνος και πονηρός
Η ονομασία «γέρος» του εγεννήθη επειδή ήταν πολύ έξυπνος και είχε και πονηρίες. Απ’ εδώ και το τραγούδι: «Ο Θοδωράκης πολύ πονηρεμένος εγλύτωσε ο καϋμένος».
■ Η προσφορά των Κολοκοτροναίων
«Από τα τριανταέξι πρωτοξαδέλφια μου μόνο οχτώ γλύτωσαν, οι άλλοι εχάθηκαν όλοι. Δεν είναι διάσελο, οπού δεν θα είναι θαμένος Κολοκοτρώνης, χωριστά τα δευτοροξαδέλφια, θείοι και λοιποί φίλοι χαμένοι»
■ Ο θάνατος των κλεφτών στην μονή των Αιμυαλών
«Εκείνην την ημέρα (1 Φεβρ. 1806) εσκότωσαν τον αδελφόν μου (τον Γιάννη τον αψύ Ζορμπά) και έκαμαν χαρές οι Τούρκοι. Ευθύς εκατάλαβα ότι τους εσκότωσαν αφού ήκουσα τες μπαταριές, το σημείον της χαράς των. Ετράβηξα λοιπόν δια την Λιοδώραν εις τον γερό Κόλιαν και τον Δημήτρην (Πλαπούτα) γαμβρόν μου. Τους είχαν ενέχυρον εις την Καρύταινα και δεν εύρηκα παρά μόνο τον αδελφό του Γεωργάκη (Πλαπούτας) εις την στάνη. Ωμίλησα του Γεωργάκη, μας έφερε ψωμί και του είπα να υπάγη έως τη Ζάτουνα. Έμαθε ότι εσκότωσαν όλους τους δικούς μας. Οι Τούρκοι του έδωκαν μια διαταγή εις τους Ψαραίους, Παλουμπαίους και λοιπά Χωριά ότι «αν σκοτώσετε τον Κολοκοτρώνη να είναι τα χωριά σας τόσους χρόνους ασύδοτα, και αν δεν τον σκοτώσετε, από επτά χρόνους και απάνου θέλει τους περάσωμεν όλους από το σπαθί». Ο Γεωργάκης με έσφιξε και μ’ εδιηγήθηκε τα πάντα και έτσι έφυγα.
(συνεχίζεται)
@ Νίκος Γ. Παπαγεωργίου – Εφημερίδα «Γορτυνία»