Ολοι σήμερα μιλούν για τη μεγαλοπρέπεια με την οποία εορτάζεται το Πάσχα στην αρκαδική πρωτεύουσα και την κατάνυξη όλης της Μεγάλης Εβδομάδας. Αλήθεια, τι κλίμα να επικρατούσε τις άγιες αυτές ημέρες των Παθών και της Αναστάσεως του Κυρίου, στις αρχές του 19ου αιώνα, λίγο πριν την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, στο Μοριά; Απάντηση στην αναζήτηση αυτή μας δίνει ο Γάλλος διπλωμάτης, γιατρός, ιστορικός και φιλέλληνας Φραγκίσκος Πουκεβίλ στο βιβλίο του “Ταξίδι στο Μοριά” που εξέδωσε το 1805. Ενα απόσπασμα από το παραπάνω βιβλίο, παρουσιάζει ανάγλυφη την εικόνα που επικρατούσε τη Μεγάλη Εβδομάδα την εποχή του Πουκεβίλ στο Μοριά:
“Τη Μεγάλη Πέμπτη οι Ελληνες, γέροι και νέοι, έφηβοι και παιδιά, πηγαίνουν στην Εκκλησία και μεταλαβαίνουν κατά δυο τρόπους. Το βράδυ, κάνουν μέσα στην εκκλησία ένα είδος Μυστικού Δείπνου: περνούν εκείνη τη νύχτα με προσευχές και οι γυναίκες διηγούνται τα βασανιστήρια του Σωτήρα, με δάκρυα στα μάτια.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι Ελληνες νηστεύουν τα πάντα, ως τη δύση του ηλίου, οπότε τρώνε μόνο λίγο ψωμί και πίνουν αρκετό νερό. Αγρυπνούν και αυτή τη νύχτα, όχι πια βυθισμένοι στην περισυλλογή, αλλά βγαίνοντας, κόβοντας βόλτες μες στους δρόμους και λέγοντας ιστορίες για να διασκεδάσουν την πλήξη τους, προσέχοντας, ωστόσο να είναι συγκρατημένο ι στις βλαστήμιες τους. Το Μεγάλο Σάββατο, βλέπεις να ξαναγεννιέται η ελπίδα στα πρόσωπα τους, χιλιάδες χέρια βρίσκονται σε δράση για να ψήσουν γλυκίσματα και να βάλουν αυγά που τα χρωματίζουν με πολλούς τρόπους. Το μόνο που ακούγεται είναι το βέλα-σμα των αρνιών, που τα φέρνουν για να τα ευλογήσει ο παπάς, μερικά έχουν βαμμένα κέρατα χρυσά και είναι στολισμένα με φιόγκους. Φτάνει το μεσημέρι, από μακριά κυκλοφορεί θορυβώ-δικη χαρά, από μακριά αναδίνεται η μυρωδιά από τις προετοιμασίες, αρχίζουν με τη λύρα, ακούγεται ο ήχος από το ντέφι, που είχε ξεχαστεί όλη τη σαρακοστή. Από ένα κοφίνι, από λυγαριά, βγάζουν νυφιάτικο κουστούμι, το πλουμισμένο με χρυσά σιρίτια και φορτωμένο με μεγάλα λουλούδια. Οι γυναίκες καθαρίζουν το σπίτι και ρίχνουν άφθονο νερό πάνω στο πάτωμα. Τέλος, μόλις δοθεί το σύνθημα, πετούν φύρδην μίγδην από τα παράθυρα, για να σπάσουν, τα παλιά βάζα της κουζίνας, που χρησιμοποίησαν κατά την σαρακοστή, και η τελετή λέγεται: Το πέταμα της σαρα-κοστής από τα παράθυρα.
Το βράδυ πηγαίνουν στον Πασά, για να εκλιπαρήσουν την άδεια να διασκεδάσουν, του κάνουν ένα δώρο και εκείνος δεν παραλείπει να αποδεχθεί ευνοϊκά, μιαν αίτηση που του υποβλήθηκε με τόσο καλό τρόπο. Τη βδομάδα αυτή οι Τούρκοι, ανεκτικοί από αρχή ή από συμφέρον, δείχνουν ένα είδος σεβασμού στους Χριστιανούς. Αντίθετα ενοχλούν τους Εβραίους, τους οποίους τα τουρκόπουλα δεν ξέρω για ποιο λόγο, τους κυνηγούν μες στους δρόμους φωνάζοντας τους: Τσιφούτη. Επίσης, περνούν τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς την Κυριακή του Πάσχα μέσα
στην εκκλησία και μόλις, ο ήλιος αρχίζει να φωτίζει το πιο μακρινό κομμάτι του ορίζοντα, μόλις χαράζει η ημέρα, χίλιες φωνές ψάλλουν την ιαχή της χαράς, το Αλληλούια αντηχεί ως τους ουρανούς.
Ο δεσπότης, από το βάθος του ιερού, που ανοίγει αυτή τη στιγμή, αναγγέλλει το μέγα γεγονός, την Ανάσταση και οι Ελληνες αγκαλιάζονται συγχαίροντας ο ένας τον άλλον με τούτα τα λόγια: Χριστός Ανέστη. Τότε ο Ελληνας ξαναγίνεται άνθρωπος, ξαναγίνεται ο εαυτός του. Τα αρνιά που ευλογήθηκαν την παραμονή ετοιμασμένα να φαγωθούν, έχουν περάσει στη σούβλα, αλειμμένα με λίπος και πασπαλισμένα με ρίγανη. Τα σερβίρουν στα τραπέζια που έχουν στηθεί στο ύπαιθρο, αρχίζουν να τρώνε από το πρωί και το κρασί τρέχει άφθονο. Η χαρά, τα τραγούδια, προάγγελοι της μέθης, αναγγέλλουν πως ο Ελληνας ξέχασε τη δυστυχία της ζωής του”.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΠΟΥΚΕΒΙΛ
Γάλλος διπλωμάτης, γιατρός, ιστορικός και φιλέλληνας. Το 1798 καθώς πήγαινε στην Ιταλία, με ένα πολεμικό λιβορνέζικο, έπεσε στα χέρια ενός Τριπολίτη κουρσάρου, που αντί να τον οδηγήσει σε σκλαβοπάζαρο, μαζί με τους άλλους συνταξιδιώτες του, τους αποβίβασε στο Ναβαρίνο, απ’ όπου ως αιχμάλωτοι πολέμου, οδηγήθηκαν στην Τριπολιτσά και με διαταγή, του Μουσταφά πασά, κλείστηκε σε φρούριο. Κρατήθηκε επτά μήνες εκεί, και μετά μεταφέρθηκε στο Ανάπλι και την Κωνσταντινούπολη. Ελευθερώθηκε το 1801. Εξέδωσε μία σειρά από έργα αφιερωμένα στην Ελλάδα, τονώνοντας τα φιλελληνικά αισθήματα των Ευρωπαίων.