Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1911 στην Ασέα Μαντινείας, του νομού Αρκαδίας και πέθανε στις 12 Μαΐου 1992
Σε ηλικία 5 ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος πέθανε πηγαίνοντας στην Αμερική προς αναζήτηση καλύτερης τύχης και μάλιστα δύο ημέρες πριν φθάσει στον προορισμό του. ΄Εβγαλε το δημοτικό της Ασέας και το Γυμνάσιο Τριπόλεως και στη συνέχεια γράφτηκε και φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. ΄Εμαθε μόνος του ξένες γλώσσες και διάβασε ιδιαίτερα λογοτεχνία και φιλοσοφία. Εμβάθυνε στα νεότερα λογοτεχνικά και φιλοσοφικά ρεύματα και γνώριζε όσο λίγοι το έργο του Μπρετόν, του Ελυάρ, του Κάφκα και του ΄Ελιοτ!
Από τον Ιούλιο του 1932, δηλ. σε ηλικία 21 ετών, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και του Πειραιά. Λίγα ποιήματα γραμμένα σε παραδοσιακό στίχο, με ρυθμό και ομοιοκαταληξία, που δεν προμήνυαν τίποτε για τη μελλοντική νεοτερική νοοτροπία του ποιητή. Λίγο αργότερα μπήκε στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και γνωρίστηκε με άλλους νέους πνευματικούς ανθρώπους, όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Καραντώνης, ο πρόωρα χαμένος ποιητής και στοχαστής Γιώργος Σαραντάρης και άλλοι. Αλλά ως ποιητής σιωπούσε. Η μεγάλη και ανεξήγητη περίοδος σιωπής του Γκάτσου διακόπηκε για πρώτη και μοναδική φορά το 1943, μέσα στη γερμανική Κατοχή, όταν ο Γκάτσος ως διάττων αστήρ έλαμψε στους λογοτεχνικούς ουρανούς με την «Αμοργό» του. Το πρώτο και τελευταίο βιβλίο του!
Ο Γκάτσος εργάστηκε στο περιοδικό «Αγγλο-ελληνική Επιθεώρηση» ως μεταφραστής, καθώς και ως ραδιοσκηνοθέτης θεατρικών έργων στο τότε Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις θεατρικών έργων που μέχρι σήμερα θεωρούνται αξεπέραστες. Και φυσικά μεγάλο μέρος της ζωής του αφιέρωσε στο ελληνικό τραγούδι, γράφοντας εξαιρετικούς στίχους, ακόμα και κατά παραγγελία, σε προκαθορισμένες μελωδίες κορυφαίων Ελλήνων συνθετών, ιδίως του Μάνου Χατζηδάκη. ΄Εφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 12 Μαΐου 1992, σε ηλικία 81 ετών και ετάφη στην ιδιαίτερη πατρίδα του Ασέα, όπου έχει στηθεί και η προτομή του.
*Είπαμε ήδη ότι το μοναδικό ποιητικό βιβλίο που εξέδωσε εν ζωή ο Νίκος Γκάτσος ήταν η θρυλική «Αμοργός». Βγήκε μέσα στα σκότη της Κατοχής, το 1943, σε μικρό αριθμό αντιτύπων, και εντυπωσίασε με τον τρόπο γραφής της. Ξάφνιασε και σόκαρε το ευρύ κοινό, ενθουσίασε όμως τους υποψιασμένους! Ήταν κάτι πρωτόγνωρο ακόμα και για την μέχρι τότε νεοτερική ελληνική ποίηση, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου!
Η «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου κινείται μέσα στο κλίμα του υπερρεαλισμού. Υπάρχει και εδώ η αχαλίνωτη φαντασία, η αυθορμησία και ο αυτοματισμός, οι παράξενοι και απροσδόκητοι συσχετισμοί και συνειρμοί, η παρουσία φανταστικών τοπίων, με εικόνες γεμάτες αχλύ, σαν αυτές του ονείρου, χωρίς καθαρότητα και σαφές περίγραμμα, και τα όμοια.
Αλλά αυτό που είναι νέο στην «Αμοργό», και αυτό που εκόμισε στην ποιητική τέχνη ο Νίκος Γκάτσος, είναι ο πρωτοφανής συνδυασμός των υπερρεαλιστικών στοιχείων με τα στοιχεία της πλούσιας δημοτικής μας παράδοσης. Στο έργο αυτό υπερρεαλιστική ποίηση και δημοτικό τραγούδι συνυφαίνονται και συνυπάρχουν σε μια απροσδόκητη ανάμειξη. Ο υπερρεαλιστικός συμβολισμός διαπλέκεται με το δημοτικό μας τραγούδι.
Αυτή ήταν η μεγάλη συμβολή, η μεγάλη προσφορά του Γκάτσου στη νεότερη ποίησή μας. Με τη βοήθεια του υπερρεαλισμού, ξεπήδησε από μέσα του ένας κρουνός πρωτοφανέρωτων ήχων και εικόνων. Η «Αμοργός» είναι ένα ποίημα, που ενώ είναι από τα πιο σύγχρονα, μας στέλνει πίσω στα βάθη της ιστορίας μας και της παράδοσής μας. Με ονειρικά, ιστορικά, φανταστικά και λαϊκά στοιχεία, ο Γκάτσος διαμορφώνει ένα μικρό επικολυρικό ποίημα, όπου συμβιώνουν, σε κρυσταλλική μορφή, βιώματα, συναισθήματα, όνειρα, επιθυμίες, καημοί, πάθη, ελπίδες και οραματισμοί!
Είναι εντυπωσιακό ότι το ποίημα «Αμοργός» δεν έχει καμιά σχέση, απολύτως, με το ομώνυμο κυκλαδικό νησί. Πουθενά στο κείμενο δεν αναφέρεται το όνομα αυτό, ούτε η λέξη νησί. Είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για γεωγραφικό προσδιορισμό. Ο τίτλος είναι μια υπερρεαλιστική «παγίδα» του ποιητή, που σκόπιμα παραπέμπει σε κάτι με το οποίο το ποίημα δεν έχει καμία σχέση. Η «Αμοργός» δεν είναι χώρος γεωγραφικός. Είναι ένα ψυχικό, εσωτερικό τοπίο, που συντίθεται από πολλές και διάφορες συναισθηματικές καταστάσεις ντυμένες στην αχλύ του ονείρου και της υπνοφαντασίας. «Αμοργός» είναι η ψυχή του ποιητή, ως αυτόνομη οντότητα και ως μέρος της συλλογικής εθνικής ψυχής.
Η «Αμοργός» είναι μια έκφραση «ελληνικότητας», που φέρνει τη σφραγίδα της δικής μας ιθαγένειας και εκπέμπει κάτι από την αντιστασιακή θέρμη της φυλής μας και τη θέλησή της για επιβίωση και δημιουργία. Είναι μια προτρεπτική ποιητική διακήρυξη για αγώνα, ελευθερία και ζωή, για υπομονή και εγκαρτέρηση μέχρι την οριστική έξοδο από την κρίση.
Ως λυρικό υπερρεαλιστικό δημιούργημα το ποίημα είναι γεμάτο κίνηση και ενέργεια. Οι εικόνες και οι καταστάσεις του διαδέχονται ασταμάτητα η μία την άλλη σαν κομμάτια μουσικής συμφωνίας. Είναι χωρισμένο σε διάφορα μέρη και κάθε μέρος έχει δοθεί με διαφορετικό τρόπο. Με δυο λόγια μπορούμε να ειπούμε ότι μέσα στην «Αμοργό» του ο Γκάτσος υφαίνει όλο το μυστήριο της ζωής, του έρωτα, και του θανάτου.
Από την άλλη πλευρά, ως απήχηση της λαϊκής μας ψυχής, το ποίημα είναι γεμάτο Ελλάδα, ελληνικές παραδόσεις και ελληνικές μνήμες. Γεμάτο από τα βουνά και τα βράχια μας, τους ήρωες και τους θρύλους μας, από τα κυπαρίσσια του Μοριά και τα δάση της Αρκαδίας, από τα βόδια των Αχαιών και του Κολοκοτρώνη το γιαταγάνι…
Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι στον τομέα της «ελληνικότητας» ο Γκάτσος βρίσκεται στον αντίποδα του Ελύτη. Αν ο Ελύτης είναι ο ποιητής του Αιγαίου, ο Γκάτσος είναι ο ποιητής της στεριάς, και δη του Μοριά, με τα βουνά και τους κλέφτες του, τα σπάρτα και τ΄ αηδόνια του, τα βράχια και τα ποτάμια του. Όλη η πανίδα και η χλωρίδα του τόπου μας, αλλά και όλη η μακραίωνη παράδοσή μας στη διαχρονική πορεία της, από τον μυθικό Άδωνι μέχρι τη Γκόλφω, βρίσκονται στο πλούσιο υπέδαφος της «Αμοργού».
Να ένα μικρό δείγμα της ποιητικής τέχνης του Γκάτσου, όπου άκρως υπερρεαλιστικές εικόνες ακολουθούνται από άλλες εικόνες σπάνιας γλυκύτητας και ομορφιάς, αντλημένες κατευθείαν από τη πλούσια δεξαμενή της δημοτικής μας παράδοσης:
Έτσι, σ΄ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται, και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο.
Έτσι, με μια γραβάτα φανταχτερή στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει.
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη,
ένα κορίτσι αμάραντο, σα μυγδαλιάς κλωνάρι,
με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της,
πάνω στην πρωινή του θαλπωρή,
όταν σιγά-σιγά σαν τον κλέφτη
από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!
*Αλλά εκεί που ο Γκάτσος έδειξε ανεπανάληπτα δείγματα της ποιητικής ιδιοφυίας και στιχουργικής δεξιοτεχνίας του είναι στα εκατοντάδες τραγούδια που έγραψε για τους καλύτερους συνθέτες της εποχής μας, όπως ο Χατζηδάκης, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Μούτσης, ο Χατζηνάσιος, και άλλοι. Αυτό που αξίζει να τονισθεί είναι ότι ο Γκάτσος δεν είναι απλός στιχουργός, δηλαδή ικανός στιχοπλόκος και ριμαδόρος. Είναι γνήσιος και μεγάλος ποιητής, που με τον τρόπο του βοήθησε στην εξύψωση της καλλιτεχνικής ποιότητας του λαϊκού τραγουδιού. Ο Γκάτσος εκόμισε και εδώ τα πλούσια δώρα της τέχνης του: το εκφραστικό ήθος και την ουσιαστική ανανέωση. Επλούτισε τα λαϊκά μας τραγούδια με συγκίνηση, τρυφερότητα, ευαισθησία. Τους έδωσε κύρος, καλαισθησία, ελληνικό άρωμα, φυσική ομορφιά, ρομαντισμό, λεβεντιά, ελαφρά μελαγχολία, κοινωνικό προβληματισμό. Δεν έχει κανείς παρά να συγκρίνει αυτά τα τραγούδια του Γκάτσου, με την απίθανη στιχοπλημμύρα, της ντόπιας χυδαιότητας, ή της ξενόφερτης ελαφρότητας μερικών σημερινών τραγουδιών, που στέλνονται κιόλας στο εξωτερικό και αντιπροσωπεύουν τη χώρα μας σε διεθνείς διαγωνισμούς, και μάλιστα με ξενόγλωσσoυς στίχους!
Ας ξανατονισθεί ότι τα στιχουργήματα του Γκάτσου είναι αληθινά και ατόφια ποιητικά επιτεύγματα. Τα όρια μεταξύ της ποίησης και της στιχουργίας στα τραγούδια του Γκάτσου είναι δυσδιάκριτα. Οι στίχοι των τραγουδιών του δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από τα υπόλοιπα ποιήματά του, και δεν είναι ούτε πάρεργα, ούτε αναλώσιμα και φθηνά εμπορικά κατασκευάσματα, όπως διατείνονται μερικοί. Τα τραγούδια του Γκάτσου συμπληρώνουν και επεκτείνουν τον ποιητικό κόσμο της «Αμοργού».
Ο έρωτας, ο πόνος του χωρισμού, η ξενιτιά, η ελληνική φύση, οι περιπέτειες της φυλής μας, αποτελούν τ’ αγαπημένα θέματα του ποιητή. Υπάρχει ακόμα η προτροπή για περισσότερη ελευθερία και δικαιοσύνη, για παγκόσμια αγάπη και ειρήνη. Υπάρχει ο πόνος για την καταστροφή του περιβάλλοντος! Ποιος ποιητής μπόρεσε ν’ αποδώσει καλύτερα τη διπλή καταστροφή του ελληνικού τοπίου, όχι μόνο ως φυσικού χώρου αλλά και ως πεδίου ιστορικής μνήμης, από τον υπέροχο «Εφιάλτη της Περσεφόνης» του Νίκου Γκάτσου, που τόσο ωραία μελοποίησε ο Μάνος Χατζηδάκης;
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα/ κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο,/ τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα/ και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο…
Κοιμήσου, Περσεφόνη, στην αγκαλιά της γης,/ στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μην ξαναβγείς…»
Ο Γκάτσος διαθέτει ακόμη χιούμορ και σατιρικό άλας. Με πολλή αυστηρότητα καταγγέλλει και κρίνει τα «κακώς κείμενα». Ιδίως δεν διστάζει να στηλιτεύσει τα φαινόμενα διαφθοράς, πολιτικής ανικανότητας και αναξιοκρατίας που βλέπει γύρω του. Και σκεφτείτε τι θα έγραφε αν ζούσε σήμερα! Γι αυτό και καλεί τον στρατηγό Μακρυγιάννη, ως εκπρόσωπο της ηρωικής εποχής του ’21, να ξανάρθει στη ζωή για να βάλει τάξη:
Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη,
Πάρε μαύρο γιαταγάνι
Κι έλα στη ζωή μας πίσω
Το στραβό να κάνεις ίσο…
Άλλα τραγούδια του Γκάτσου είναι σύντομες μπαλάντες και μικρές «παραλογές», σωστά μονόπρακτα «δύο ή τριων λεπτών» («Ο Γιάννης ο φονιάς/ παιδί μιας Πατρινιάς/ κι ενός Μεσολογγίτη/….»). Ο Γκάτσος, και από την άποψη αυτή, είναι συνεχιστής της δημοτικής μας παράδοσης.
*
Κλείνοντας τη σημερινή παρουσίαση, θα ήθελα ν’ αναφερθώ με λίγα λόγια και στην προσωπικότητα του Νίκου Γκάτσου. Παρά τις μεγάλες επιτυχίες του ο Γκάτσος παρέμεινε ένας ταπεινός εργάτης της τέχνης, γεμάτος απλότητα και μετριοφροσύνη. Ποτέ δεν υπερασπίστηκε τα επιτεύγματά του, ούτε αισθάνθηκε την ανάγκη ν’ απολογηθεί για τυχόν λάθη του. Έγραφε όταν και όσο ήθελε, έχοντας επίγνωση του μεγάλου ταλέντου του και μεγάλη πεποίθηση στις ικανότητές του. Ήξερε κυρίως να σιωπά, όταν αυτός το έκρινε αναγκαίο, ιδίως όταν γύρω του γινόταν πολύς θόρυβος.
Ο Γκάτσος έβλεπε τα πράγματα νηφάλια, ήρεμα και ισορροπημένα. Ήταν γεμάτος κατανόηση και γενναιοδωρία. Ήταν λιγομίλητος και σκεφτικός. Απόφευγε την καλλιέργεια δημοσίων σχέσεων για εφήμερη προβολή ή για ανταλλάγματα και εξυπηρετήσεις. Έμεινε μακριά από κυκλώματα, έξω από λογοτεχνικές φατρίες και φιλολογικές διενέξεις. Κάπως ιδιόρρυθμος και αινιγματικός, ήταν σαν αποτραβηγμένος. Ζούσε απόκοσμα και διακριτικά.
Ο Νίκος Γκάτσος δεν ήταν απλώς «ωραίος ως Έλλην». Ήταν ένας ωραίος Έλληνας, που λες πως είχε ξεπηδήσει από τη γενιά των προσωκρατικών φιλοσόφων, του κρυπτικού Ηράκλειτου και της Διοτίμας, που είχε διδάξει στον Σωκράτη τον έρωτα!
*
Ο Νίκος Γκάτσος παραμένει πάντα επίκαιρος, γιατί εκφράζει τον άνθρωπο και τις αιώνιες αγωνίες του. Απευθυνόμενος στους νέους έγραψε στην «Αμοργό»:
«βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα, μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μια καλύτερη μέρα».
Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, το ποιητικό έργο του Νίκου Γκάτσου μπορεί να γίνει όχι μόνο για τους νέους, αλλά και για όλους εμάς, καταφυγή και παρηγοριά, χαρίζοντάς μας τη μουσική για μια καλύτερη μέρα: αγάπης, ομορφιάς, ειρήνης κι ελπίδας…
ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ