Τον τελευταίο καιρό περάσαμε πολλές μπόρες, πολλές πίκρες, μέχρι να φτάσουμε στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009. Κάθε μέρα και μια στενοχώρια. Φεύγει ο ένας, διαγράφεται ο άλλος, το βουλώνει ο τρίτος, απειλεί ο τέταρτος, βρίζει ο πέμπτος, μηνύει ο έκτος, αποκαλύπτει ο έβδομος και ο εφτάψυχος Καραμανλής λυγίζει, ακούει μερικούς «ανακατωσούρες» υπουργούς και πάει τη χώρα σε εκλογές και χάνει. Δεν επέζησε
κανείς από αυτή τη λασπομαχία που οι ίδιοι δημιούργησαν στην παράταξή του
Κατέβηκα κι εγώ στο χωριό για να ασκήσω το εκλογικό μου δικαίωμα ως… καλός πολίτης. Κανείς εκεί κάτω δεν είχε πάρει είδηση τι συνέβαινε στην πολιτική σκηνή της χώρας. Παντού ερημιά. Ψυχή στους δρόμους. Ούτε άνθρωπος στους καφενέδες, ούτε «στυλίτης» στις κολώνες.
Λίγες γραβατωμένες φάτσες πολιτικών τις στροβίλιζε ο μανιασμένος αέρας και στη συνέχεια η νεροποντή που ήρθε τους πέταξε στο πεζοδρόμιο. Το κοπάδι της Κανέλλας που πέρασε τους ποδοπάτησε, τους έβγαλε τα μάτια, τους… ταχτοποίησε! Τους είδα και τους λυπήθηκα, βουτηγμένους στη βρωμιά και στη λάσπη.
Μπαίνω στο σπίτι και τι να δω! Ένα σωρό φυλλάδια με σταυρωμένα ψηφοδέλτια και αμίλητες γραβατωμένες φάτσες, απρόσκλητοι επισκέπτες, αραχτοί πάνω στο τραπέζι της κουζίνας μας. Όλο αυτό το χαρτομάνι ήρθε με προσωπικές επιστολές στην ενενηντάρα μάνα μου.
Η μάνα μου τα είχε ανοίξει όλα. Τους είχε γνωρίσει όλους, αλλά τα ψιλά γράμματα δεν μπόρεσε να τα διαβάσει.
-Να μου τα διαβάσεις, γιε μου, γιατί δε βλέπω, μου λέει… Αρχίζω:«… θα αγωνισθώ για την εναρμόνιση του προνοιακού συστήματος…», «… θα αγωνισθώ να εκφραστεί διαφορετικά… με ανανέωση νοοτροπιών…», «να αναπτύξουμε την ανάπτυξη…».
-Σταμάτα λίγο, να μου τα εξηγήσεις, μου λέει. Δεν καταλαβαίνω τίποτα.
-Μα μήπως καταλαβαίνω εγώ; της απαντώ.
-Άστα αυτά που ξέρεις. Εγώ στερήθηκα για να σε σπουδάσω κι εσύ βαριέσαι να μου τα εξηγήσεις;
-Πίστεψέ με, μάνα, δεν τα καταλαβαίνω…
-Γιατί… αλαμπουρνέζικα είναι;
-Κάτι παραπάνω… Σου αραδιάσανε ένα σωρό ακαταλαβίστικες μπούρδες και βρήκα το μπελά μου με σένα.
-Άντε, προχώρα παρακάτω μη σηκώσω τη μαγκούρα και….
«Ελάτε να δουλέψουμε όλοι μαζί, ν’ ανοίξουμε νέους δρόμους, μπροστά εσύ ο
πολίτης…».
Τώρα τους έπιασε η προκοπή να φτιάξουνε νέους δρόμους; Από το 1940 είναι ο παλιός δρόμος. Εκεί είχα κι εγώ δουλέψει για να γίνει. Έχω χορτάσει δουλειά και φτυάρι στις Τρεις Βρύσες… Τώρα δεν μπορώ να τους βοηθήσω. Πού να τους βρει πολίτες να βοηθήσουν για νέους δρόμους. Χαθήκανε τα μηχανήματα; Τα εργαλεία τους γιατί τα έχουνε; «Ελάτε μαζί να χτίσουμε μια νέα Ελλάδα…».
-Ούτε τους θέλω, ούτε τους βοηθάω. Να μου χαθούνε, να χάνονται. ‘Οταν εγώ έχτιζα το σπίτι πού ήτανε αυτοί για να με βοηθήσουν; Μόνο ο Νίκος του Κολιομήτσου, να είναι καλά το παιδάκι, ήρθε με τον ντενεκέ του και βοήθησε να ρίξουμε την πλάκα. « Από τη Δευτέρα σηκώνω πρώτος τα μανίκια…».
-Βρες πρώτα το αλεύρι και μετά να σηκώσεις τα μανίκια. Για σπείρε, για θέρισε, για αλώνισε, για άλεσε και φέρε μου κουτσούρες από το Γαύρο και τα μανίκια τα σηκώνω μόνη μου, δεν τη θέλω τη βοήθειά σου! Έχω ζυμώσει εγώ καρβέλια και καρβέλια… Ά να μου χαθούνε να χάνονται οι τεμπελχανάδες κι οι αχαϊρευτοι…
Με το ζόρι πήγα τη γριά μάνα μου – κοντεύει τα 90 – να ψηφίσει.
-Πού το τραβολογάς το χούφταλο; λέει η δικαστική αντιπρόσωπος.
-Κάνε τη δουλειά σου, τσουπίτσα μου, της απαντά η μάνα μου εξαγριωμένη.
Κι εγώ πειράχτηκα, αλλά σιώπησα.
Ψήφισε και πριν φύγουμε, της τη φύλαγα. Της λέω:
-Θέλουμε και βεβαίωση ότι άσκησε το εκλογικό της δικαίωμα.
-Τι να την κάνει;
Δεν είμαι υποχρεωμένος να σου δώσω λογαριασμό τι θα την
κάνω. Γράψε μου «για κάθε νόμιμη χρήση».
Θα γράψω τη γιαγιά στο Πανεπιστήμιο, στο Πρόγραμμα «Δια βίου μάθηση» που επαγγέλλεται η Κυβέρνηση.
Ήθελε δεν ήθελε μου έδωσε τη βεβαίωση και ψιθύρισε: «Δεν
είναι καλά οι άνθρωποι, στο Χάρο θα πάει τη βεβαίωση»;
*Γράφει ο Ηλίας Αθανασόπουλος – Από το βιβλίο του «Εν Σταυροδρομίω» (2010)