Γράφει η Νίκη Κούρταλη-Κούλη*
Οδηγός στα φορτηγά των κυλινδρόμυλων, Ευαγγελίστρια στην Τρίπολη, ο Ανέστης. Γορτύνιος, γεροντοπαλίκαρο, δύστροπος και τσιφούτης. Έκανε διανομή αλεύρων επί το πλείστον κατά μήκος της Εθνικής οδού Τρίπολης — Πύργου, στην περιοχή πρώην δήμου Θελπούσας, σήμερα δήμου Τροπαίων και δήμου Λαγκαδιών, στην επαρχία Γορτυνίας. Μια φορά κάθε 15 ημέρες έκανε την εμφάνιση του στα χωριά. Σαν τελείωνε την δουλεία του, καθόταν σε μια άκρη του καφενείου μόνος του και έδινε παραγγελία στον καφετζή. Η παραγγελία του ήταν πάντα λιτή. Ένα καφέ, ένα ούζο, λίγο ψωμοτύρι ή καμιά σαρδέλα αν πεινούσε. Πλήρωνε πάντα και δεν δεχόταν πότε να τον κεράσουν, αλλά δεν κερνούσε ποτέ και ο ίδιος. Αλεύρι τροφοδοτούσε τα μαγαζιά αλλά είχε μεμονωμένους πελάτες. Λίγοι βέβαια ήταν εκείνοι που ζύμωναν ψωμί από αλεύρι του κυλινδρόμυλου, το οποίο γινόταν αφράτο και άσπρο. Οι υπόλοιποι σιτάρινο από νερόμυλο που ήταν μαύρο ή το ανακάτευαν με μπομπότα ή κριθάρι.
Ο Ανέστης λοιπόν είχε επισημάνει στα χωριά που πήγαινε ποιοι είχαν κάποια οικονομική ευχέρεια και ποιοι όχι. Μεγάλη Δευτέρα και ο Ανέστης με φορτωμένο το φορτηγό έως επάνω τσουβάλια με αλεύρι, ξεκίνησε για το συνηθισμένο δρομολόγιο. Έφτανε μέχρι την Τριποταμιά (Μπέλεσι) και από εκεί επέστρεφε κάνοντας διανομή. Εκτός από τα μαγαζιά οι νοικοκυρές έπαιρναν και απευθείας από το μύλο. Άλλες λίγο, άλλες περισσότερο και άλλες μόνο να φτιάξουν κουλούρια και το πασχαλινό ψωμί. Μετά το Πάσχα πάλι το μαύρο σιτάρινο από το νερόμυλο ή το σιμιγδάλι από κριθάρι ή αραποσιτάλευρο.
Σε όλα τα χωριά σχεδόν είχαν οικονομικά προβλήματα, σε μερικά όμως παραήταν το κακό. Επί της Εθνικής οδού Τρίπολης-Πύργου, κάπου στο ύψος της χώρας, έμενε η Σταυρούλα με τον άντρα της, τα 4 παιδιά της και τα πεθερικά της. Ο άντρας της δούλευε στα κτήματα και σε διάφορες περιστασιακές δουλειές. Ο παππούς και η γιαγιά, ανήμποροι και πολύ γέροντες. Τα παιδιά καθημερινά πήγαιναν στο σχολείο της Χώρας. (Η Χώρα είναι το αρχαιότερο χωριό της Θέλπουσας). Κόντευε να φύγει το αυτοκίνητο όταν έφτασε η Σταυρούλα.
– Άργησες κυρά Σταυρούλα, άργησες, λίγο ακόμη και θα έμενες χωρίς αλεύρι.
– Συμπάθα με κυρ-Ανέστη, αλλά ώσπου να βγάλω τα ζωντανά, να ετοιμάσω φαΐ για τα πεθερικά μου, πέρασε η ώρα.
– Δεν πειράζει, πες μου πόσο αλεύρι θέλεις.
– Λίγο θα πάρω να συμπληρώσω γιατί μου είχε μείνει από τα Χριστούγεννα.
Όση ώρα εκείνη μιλούσε με τον Ανέστη, το μικρότερο από τα παιδιά της που είχε πάει μαζί, την τραβούσε από την φούστα. Στην αρχή έκανε πως δεν καταλάβαινε. Εκείνο που να σταματήσει. Κάποια στιγμή αγανάκτησε.
– Τι θες πανάθεμά σε;
– Λες ψέματα της απαντά. Δεν έχουμε αλεύρι και το ψωμί που τρώμε είναι μαύρο. Εκείνη ντράπηκε και του έδωσε μια χαδιάρικη μπάτσα στα πισινά.
– Άντε φύγε από ‘δω που έγινες νοικοκύρης και ξέρεις τι έχουμε και τι δεν έχουμε. Ο μικρός έφυγε κλαψουρίζοντας και φωνάζοντας.
– Λες ψέματα. Δεν έχουμε αλεύρια. Γιατί δεν αγοράζεις να τρώμε και εμείς ψωμί άσπρο; Εγώ ντρέπομαι να το παίρνω στο σχολείο το μαύρο.
Ο Ανέστης πετάχτηκε επάνω λες και τον τσίμπησε μύγα.
– Ρε μικρέ, μην κλαις. Το Σάββατο τη νύχτα που θα αναστηθεί ο Χριστός θα σου φέρει ψωμί άσπρο και αφράτο.
– Τι ψωμί θα μου φέρει; Πού θα το βρει, απαντά ο μικρός κλαψουρίζοντας.
– Τι λες ρε μπασμένο; Ο Χριστός που θα το βρει; Εκείνος ενίκησε το Θάνατο και το ψωμί δεν θα βρει, του απάντησε ο Ανέστης.
Αφού ζύγισε το αλεύρι της Σταυρούλας, ανέβηκε στο φορτηγό να φύγει. Πριν ξεκινήσει, σαν να σκέφτηκε κάτι και φώναξε στην Σταυρούλα.
– Το Μεγάλο Σάββατο θα ‘ρθω στο πλαϊνό χωριό να φέρω παραγγελίες, μήπως θέλεις να σου φέρω από την Τρίπολη τίποτα πράγματα;
– Πολλά θέλω κυρ-Ανέστη. Που να βρεθούν όμως λεφτά.
– Γεια σου και καλή Ανάσταση, της απαντά.
– Ευχαριστώ πολύ, σε σένα και σε όλους τους Χριστιανούς Καλή Ανάσταση, είπε η Σταυρούλα, βάζοντας το αλεύρι στον ώμο της γύρισε στο σπίτι της.
Οδηγώντας το φορτηγό συνέχισε την διανομή των παραγγελιών ο Ανέστης με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα σαν έφερνε στο μυαλό του το γιο της Σταυρούλας που η μόνη του επιθυμία ήταν να φάει λίγο άσπρο και αφράτο ψωμί.
Φτάνοντας στα Λαγκάδια, σταμάτησε να ξεφορτώσει τις τελευταίες παραγγελίες. Πήρε πάλι το δύστροπο και τσιφούτικο ύφος του και κατέβηκε. Έδωσε τις παραγγελίες που είχε, ήπιε ένα καφέ και ξεκίνησε για την Τρίπολη. Μέχρι την Αγία Παρασκευή, η εικόνα του μικρού παιδιού της Σταυρούλας δεν έφευγε από το μυαλό του και τα μάτια του έτρεχαν ασταμάτητα. Σε μια στιγμή πατάει φρένο, σταματάει απότομα το φορτηγό και άρχισε να μιλάει με τον εαυτό του.
– Τι κλαις Ανέστη; Θυμάσαι τα δικά σου ε; Τότε που πήγαινες ξυπόλητος στο σχολείο. Θυμάσαι τότε στα Τρόπαια στο γυμνάσιο; Δυο χρόνια πήγες τρομάρα σου όλα κι όλα και κάθε βράδυ κοιμόσουν νηστικός. Τώρα δεν πεινάς, δεν κρυώνεις, δεν γυρνάς ξυπόλητος και λεφτά έχεις. Και τι όμως με αυτό^ έφτασες 50 χρονών και είσαι μαγκούφης, δύστροπος και τσιγκούνης. Που είναι η γυναίκα σου; Που είναι τα παιδιά σου; Κι αν έχεις λεφτά τι τα θέλεις; Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες να τα πάρεις μαζί σου όταν πεθάνεις. Ο λαός βέβαια λέει μια παροιμία, ότι: «Όπου έχει παιδιά ας τα χαίρεται και όπου δεν έχει ας χαίρεται». Ναι κυρ-Ανέστη, λένε όμως και το άλλο. Ότι: «Γονείς δεν είναι μόνο εκείνοι που κάνουν παιδιά αλλά και εκείνοι που μεγαλώνουν παιδιά». Άντε, ευκαιρία λοιπόν κυρ-Ανέστη τσιφούτη να προσφέρεις και συ κάτι.
Έβαλε μπροστά τη μηχανή και με τούτες τις σκέψεις έφτασε στην Τρίπολη. Την άλλη ημέρα δεν είχε δρομολόγιο και έτσι κάθισε και έφτιαξε ένα κατάλογο των χωριών που υπήρχαν οικογένειες με οικονομικές δυσχέρειες. Τριποταμιά, Λιβαδάκι, Μπερτσιά, Δάφνη (παλιά ελέγετο Τσούκιζα), Δωδεκάμετρο, Τουμπίτσι, Καλλιάνι, Δόξα, Ρεκούνι (Λευκοχώρι), Λαγκάδια. Σαν άθροισε τον αριθμό των παιδιών με έκπληξη’ του διαπίστωσε ότι ήταν όσα τα χρόνια του Χριστού. Δηλαδή 33. Για φαντάσου, έλεγε και ξαναέλεγε. Τριάντα τρία παιδιά. Πρέπει λοιπόν να παραγγείλω 33 πασχαλινές κουλούρες. Μια και δύο πήγε σε ένα γνωστό του φούρναρη επί της οδού Ναυπλίου.
– Καλημέρα κυρ-Βασίλη.
– Καλημέρα Ανέστη. Πρωί-πρωί του λόγου σου, τι συμβαίνει;
– Θέλω 33 κουλούρες δίκιλες, με ένα κόκκινο αυγό στη μέση έως το Σάββατο το πρωί.
– Και ποιος θα τις πληρώσει; Τον ρώτησε ο φούρναρης.
– Εγώ, του απαντά ο Ανέστης.
– Εσύ; Εσύ δεν δίνεις του Αγγέλου σου νερό και θα πληρώσεις τόσες κουλούρες;
Ο Ανέστης έβγαλε ένα πακέτο χρήματα από την τσέπη και είπε στο φούρναρη.
– Βγάλε μου το λογαριασμό κυρ-Βασίλη, να σε ξοφλήσω.
Πράγματι του έβγαλε το λογαριασμό ο φούρναρης που δεν πίστευε αυτό που έβλεπε και άκουγε από τον Ανέστη και τον ρώτησε.
– Τι θα τις κάνεις βρε Ανέστη τόσες κουλούρες; Α ρε μπαγάσα, θα τις μοσχοπουλήσεις στα χωριά και θα βγάλεις τα διπλά.
– Εσύ να τις έχεις έτοιμες και τι θα τις κάνω είναι δικός μου λογαριασμός.
Κατόπιν έφυγε και πήγε σε ένα βιβλιοπωλείο. Αγόρασε 33 κόλες γλασσέ κόκκινες, ξυλοκορδέλα επίσης κόκκινη και 33 φακελάκια. Το Σάββατο το πρωί πήγε στο φούρνο, πήρε τις κουλούρες και τις πήγε στο σπίτι του. Το μισθό που πήρε και το πασχαλινό δώρο τα έκανε όλα κατοστάρικα. Έφτιαξε λοιπόν 33 δεματάκια, έβαλε μέσα και από ένα φακελάκι με ένα κατοστάρικο και το έδεσε με ξυλοκορδέλα και έγραψε απέξω. «Το ψωμί της Ανάστασης» και τα έβαλε στο φορτηγό. Φόρεσε τα γιορτινά, ανέβηκε στο φορτηγό και ξεκίνησε λέγοντας. – Άντε ρε Ανέστη, χρειάστηκε να βρεθεί στο δρόμο σου ο πιτσιρικάς της Σταυρούλας για να νοιώσεις την Ανάσταση στην ψυχή σου. Δρόμο λοιπόν για την διανομή.
Είχε φτάσει απόγευμα. Την διανομή θα την έκανε όπως και το αλεύρι. Κάθισε στο καφενείο και περίμενε να χτυπήσει η καμπάνα για την Ανάσταση. Όση ώρα βέβαια περίμενε, είχε πιάσει κουβέντα με τους θαμώνες του καφενείου. Όλοι βέβαια δεν πίστευαν στα μάτια τους την αλλαγή που έβλεπαν στον Ανέστη. Κάποια στιγμή η καμπάνα κτύπησε και οι άνθρωποι άρχισαν να πηγαίνουν στην εκκλησία. Ο Ανέστης σηκώθηκε, ευχήθηκε Καλή Ανάσταση και έφυγε. Στα σπίτια δεν υπήρχε κανείς, είχαν πάει όλοι στην εκκλησία και έτσι ο Ανέστης κρέμαγε στην πόρτα του σπιτιού που είχε τσεκάρει και ένα δεματάκι και άρχισε από το σπίτι της Σταυρούλας. Τα 2 τελευταία τα άφησε στα Λαγκάδια.
Η εκκλησία κόντευε να σχολάσει. Μπήκε στην εκκλησία των Ταξιαρχών, στην Μητρόπολη του χωριού να κρατήσει κι αυτός το κερί με το Άγιο Φως. Πρώτη φορά ένοιωσε ότι ήθελε να βρεθεί με κόσμο και να ανταλλάξει ευχές. Η Σταυρούλα σαν τελείωσε η εκκλησία και γύρισε με την οικογένεια της στο σπίτι, είδαν το δεματάκι στην πόρτα. Το ξεκρέμασε λέγοντας:
– Μπα, τι να είναι αυτό;
Το κατέβασε και μπαίνοντας σπίτι το άνοιξαν. Με έκπληξη τους είδαν το ψωμί μα και το φάκελο με τα λεφτά. Ο μικρός καταχαρούμενος φώναξε λέγοντας.
– Ο Ανέστης μου το είπε ότι θα μου έφερνες άσπρο ψωμί Χριστούλη μου. Σε ευχαριστώ πολύ που δεν με ξέχασες. Και για τα λεφτά που μας έφερες να πάρει η Μάνα μου αλεύρι, να ζυμώσει άσπρο ψωμί. Σε ευχαριστώ πολύ. Θα το πω σε όλους, ότι θέλουν να το ζητάνε σε Εσένα.
Νίκη Κούρταλη – Κούλη, από Τουμπίτσι
** Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδος “Γορτυνία”