Η Άλωση της Τριπολιτσάς

*Γράφει ο Ηλίας Γιαννικόπουλος

Η άλωση της Τριπολιτσάς αποτελεί μιαν από τις ενδοξότερες σελίδες της Επανάστασης του 1821 αλλά και της καθόλου ελληνικής ιστορίας. Κι αυτό γιατί με την άλωση της Τριπολιτσάς σαν σήμερα, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, κερδήθηκε από τους Έλληνες η πρώτη σημαντική στρατιωτική νίκη. Mια νίκη που εκτός του ότι βοήθησε στην περαιτέρω εξύψωση του ηθικού των Ελλήνων, οδήγησε επίσης στην εδραίωση της επανάστασης στο εσωτερικό και στην προβολή της στο εξωτερικό. Γιατί η Τριπολιτσά δεν ήταν απλώς μια πόλη σαν όλες τις άλλες. Ήταν η μεγαλύτερη και ακμαιότερη πόλη του Μοριά και η έδρα του πασά της Πελοποννήσου. Με άλλα λόγια, το πολιτικό, διοικητικό, εμπορικό και στρατιωτικό κέντρο των Τούρκων.

Η άλωση της Τριπολιτσάς διέλυσε αυτό το στρατιωτικό κέντρο των Τούρκων, ελευθέρωσε την καρδιά της Πελοποννήσου και διευκόλυνε την πολιορκία και την ελευθέρωση των παραλιακών φρουρίων. Ο στρατός μας απέκτησε όπλα και πυρομαχικά και ενίσχυσε έτσι τη στρατιωτική παρουσία του. Η άλωση της Τριπολιτσάς έκανε πλέον πρωταγωνιστή των εξελίξεων τον μέχρι χθες υπόδουλον Έλληνα. Και το κυριότερο: ανέβασε στο κατακόρυφο τη φήμη των Ελλήνων στο εξωτερικό, έτσι ώστε να πεισθούν και οι δύσπιστες ευρωπαϊκές αυλές και η εχθρική Ιερά Συμμαχία ότι επρόκειτο περί πραγματικής επαναστάσεως, και όχι περί εξεγέρσεως κάποιων άτακτων «ανταρτών», όπως πίστευαν και διέδιδαν μέχρι τότε.

Η άλωση της Τριπολιτσάς όμως δεν ήταν καθόλου εύκολη ως στρατιωτική επιχείρηση. Η σύσταση των πρώτων στρατοπέδων εγγύς της Τριπολιτσάς δεν στέφθηκε από επιτυχία. Τα στρατόπεδα της Πιάνας και της Αλωνίσταινας διαλύθηκαν ταχύτατα από τους Τούρκους, ενώ στη Βλαχοκερασιά, ανήμερα της Κυριακής του Πάσχα, οι Μανιάτες του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη έπαθαν αληθινή πανωλεθρία. Δυστυχώς, λίγο αργότερα, στις 26 Απριλίου 1821 διαλύθηκε άδοξα και το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο στο Βαλτέτσι.

Οι αρχικές αυτές αποτυχίες και αναποδιές στενοχώρησαν αρκετά, αλλά δεν επτόησαν τους Έλληνες. Η εμμονή όλων ανεξαιρέτως στην υλοποίηση του στρατηγικού σχεδίου Κολοκοτρώνη, παρέμενε αταλάντευτη. Έτσι, προς τα τέλη Μαΐου, τέσσερα  συμπαγή στρατόπεδα περισφίγγουν ημι-κυκλικά την «αθλία» Τριπολιτσά: είναι αφενός τα «καρυτινά ορδιά» της Πιάνας και του Χρυσοβιτσίου, που αργότερα μετατοπίστηκαν στα Τρίκορφα, και αφετέρου τα στρατόπεδα του Βαλτετσιού και των Βερβαίνων.

Δεν αργούν μέσα στον Απρίλη και τον Μάϊο να σημειωθούν και οι πρώτες θριαμβευτικές νίκες των Ελλήνων, στο Λεβίδι, στα Βέρβαινα, στα Δολιανά και στο Βαλτέτσι. Έτσι, ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά γίνεται  στενότερος, η θηλειά γύρω από το λαιμό της Τουρκιάς γίνεται  σφιχτότερη. Η πολιορκία φυσικά έγινε συστηματικότερη, όταν ήλθε στην Ελλάδα και ανέλαβε την τυπική αρχιστρατηγία των ελληνικών όπλων ο Δημήτριος Υψηλάντης.

Αλλά το γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην τύχη της Τριπολιτσάς, ήταν η πανωλεθρία των Τούρκων στη περίφημη μάχη της Γράνας, στις 10 Αυγούστου 1821. Θα μπορούσε να ειπεί κανείς λογοπαικτικά, ότι η τάφρος, που είχαν σκάψει επίτηδες οι Έλληνες  στη θέση Μύτικα, έγινε κυριολεκτικά  ο τάφος των εχθρών.

Μετά από αυτό οι Τούρκοι έπαθαν σύγχυση και απελπισία, κλείστηκαν οριστικά μέσα στα τείχη της πόλης και δεν επεχείρησαν άλλην έξοδο. Όλα έδειχναν ξεκάθαρα πλέον ότι η πολιορκία της επτάπυλης πόλης δεν θα κρατούσε πολύ…

Καθώς προχωράει το καλοκαίρι προς το τέλος του, και μπαίνουμε στο Σεπτέμβριο, η αντοχή των πολιορκημένων εξαντλείται. Η έλλειψη τροφίμων γι’ αυτούς και ζωοτροφών για τα άλογα του ιππικού τους, άρχισε να τους δημιουργεί μεγάλα προβλήματα. Το φάσμα της πείνας, οι επιδημίες, η αβεβαιότητα για το μέλλον, το αίσθημα ανασφάλειας για την επιούσα και, κυρίως, η αισχύνη για τις στρατιωτικές επιτυχίες των χθεσινών ραγιάδων, τους έκοβαν κυριολεκτικά τα πόδια, τους καταρράκωναν το ηθικό, τους έκαμπταν τη θέληση για αντίσταση.

Άρχισαν λοιπόν οι μεταξύ τους διαφωνίες για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να ενεργήσουν από τούδε και στο εξής. Άρχισαν επίσης οι σφοδρές διενέξεις τους με τους Αλβανούς για το θέμα των λουφέδων (=μισθοδοσίας). Και, ω του θαύματος, άρχισαν οι πρώτες συζητήσεις και σκέψεις για συμβιβαστική λύση, ακόμα και για παράδοση στους εξεγερμένους Έλληνες! Η οφρύς των υπερήφανων μέχρι τότε κατακτητών είχε επιτέλους χαμηλώσει, το γόητρο των μέχρι τότε άκαμπτων τυράννων είχε επιτέλους καταρρακωθεί!

Αντίθετα, οι πολιορκητές Έλληνες, σχεδόν άοπλοι, σχεδόν ανοργάνωτοι, χωρίς πυροβολικό και χωρίς ιππικό, αλλά με μοναδικό σύμμαχο το χρόνο, ωθούσαν κάθε μέρα και περισσότερο τα πράγματα προς τη λύση του δράματος. Με ανορθόδοξο πόλεμο, με ενέδρες (τις περίφημες χωσιές), με αψιμαχίες, και όχι με μάχες κατά παράταξη,  έφτασαν σιγά-σιγά πολύ κοντά στα τείχη της Τριπολιτσάς απ’ όλες τις κατευθύνσεις.

Στα Τρίκορφα βρισκόταν το στρατόπεδο των Καρυτινών, δηλ. των Γορτυνίων, υπό την γενική αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Την ευθύνη της επιμελητείας εν γένει του στρατοπέδου, είχε ο Λαγκαδινός προεστός Κανέλλος Δεληγιάννης, που λίγους μήνες πριν είχε παραχωρήσει στο Χρυσοβίτσι την αρχηγεία των ισχυρών γορτυνιακών όπλων στον Κολοκοτρώνη. Τέσσερα σώματα αποτελούσαν το στρατόπεδο αυτό. Εκτός του Κολοκοτρώνη, τα άλλα τρία διευθύνονταν από τους Μαυρομιχάλη, Γιατράκο και τον εξηντάχρονο Αναγνωσταρά. Μαζί με τον Αναγνωσταρά, ήσαν ο Παπατσώνης και ο Κυριακός από τη Μεσσηνία, οι Φλεσσαίοι από την Πολιανή, ο Κεφάλας από το Δυρράχι, ο γηραιός Μητροπέτροβας από τη Γαράντζα, και άλλοι.

Λίγο χαμηλότερα από τον Κολοκοτρώνη βρισκόταν ο Τζανέτος Χριστόπουλος με τους Φαναρίτες (=Ολυμπίους), και παρακάτω οι Μανιάτες του Μούρτζινου. Κοντά στους Μανιάτες είχαν τοποθετηθεί οι καμπήσιοι Γορτύνιοι, υπό την αρχηγεία του Δημητσανίτη Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλου. Λίγο πιο μακριά, στο Λεβίδι, εξακολουθούσαν να βρίσκονται οι Καλαβρυτινοί, υπό τους Πετιμεζαίους και τους άλλους.

Οι Αγιοπετρίτες υπό τους Κοντάκηδες και τον Παν. Ζαφειρόπουλο, τον αποκαλούμενο Άκουρο, επειδή είχε ορκιστεί ότι δεν θα κόψει γένεια και μαλλιά μέχρι που να ελευθερωθεί η πατρίδα, μαζί με τους Τσάκωνες τοποθετήθηκαν έξω από την πύλη τ΄ Αναπλιού, δηλ. στο ανατολικό μέρος της πόλης. Την μεταξύ της πύλης Μυστρά και Ναυπλίου περιοχή κατείχαν οι καμπήσιοι Τριπολιτσιώτες υπό το Ριζιώτη, ενώ τη στρατηγική θέση του Μύτικα έπιασε ο Δαγρές, με Τσιπιανίτες και Πικερνιώτες. Εξάλλου, λίγες ημέρες πριν από την άλωση, οι Λαγκαδινοί και άλλοι Γορτύνιοι του Δημητράκη Δεληγιάννη κατέλαβαν το σε απόσταση αναπνοής από την πόλη ευρισκόμενο χωριό Ματζαγρά, τον σημερινό Άγιο Κωνσταντίνο.

Όπως φαίνεται, όλοι σχεδόν οι Πελοποννήσιοι ετάχθησαν γύρω από την Τριπολιτσά, για να υπηρετήσουν το στρατιωτικό σχέδιο ενεργείας και επομένως σε όλους ανήκει ο της δικαιοσύνης και της δόξας στέφανος.

Όμως, μαζί με τις στρατιωτικές ενέργειες έπρεπε να τεθούν σε κίνηση και οι όποιες διπλωματικές δυνατότητες των Ελλήνων. Γνωρίζοντας ότι οι Τουρκαλβανοί της Τριπολιτσάς αποτελούν τη μόνη υπολογίσιμη και αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη μέσα στην πολιορκούμενη πόλη, έρχονται σε απευθείας επαφές μαζί τους. Τους υπόσχονται ασφαλή μετάβαση στη Βοστίτσα (=Αίγιο) και διεκπεραίωσή τους στη Ρούμελη, αν δεχθούν να φύγουν από την Τριπολιτσά. Το σχέδιο Κολοκοτρώνη πετυχαίνει, οι Τουρκαλβανοί δέχονται, η συμφωνία καταρτίζεται. Οι άγριοι μισθοφόροι εγκαταλείπουν την Τριπολιτσά, έστω και την τελευταία στιγμή, αδυνατίζοντας έτσι αισθητά την άμυνά της.

Οι εξελίξεις αυτές αυξάνουν τον πανικό και την αγωνία των Τούρκων, αμάχων και στρατού. Καθώς προχωρεί ο Σεπτέμβριος η άμυνά τους ατονεί. Οι λίγες βολές κανονιού που ρίχνουν, είναι μάλλον σημάδια απελπισίας, παρά έκφραση μαχητικής διάθεσης. Αντίθετα, οι πολιορκητές Έλληνες κερδίζουν συνεχώς έδαφος, φτάνουν σχεδόν κάτω από τα τείχη της πόλης!

Και φτάνουμε στην ένδοξη μέρα της αλώσεως. Ήταν πρωί της Παρασκευής 23 Σεπτεμβρίου 1821. Το σχέδιο ενεργείας πρόβλεπε τη σταδιακή αποδυνάμωση του εχθρού και την τελική παράδοσή του, όχι επιχείρηση εφόδου, που δεν διέθετε εχέγγυα επιτυχίας. Όμως να που η Τύχη παίζει κι αυτή καμμιά φορά το περίεργο παιχνίδι της στην εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων. Με τρόπο εντελώς απροσδόκητο, χωρίς προετοιμασία και χωρίς τη γνώση των αρχηγών, έλαμψε η πανουργία ενός απλού στρατιώτη, του Μανόλη Δούνια από τον Πραστό Κυνουρίας. Ο αγνοημένος αυτός ήρωας, βοηθούμενος από τους Σπετσιώτες συντρόφους του Αβραντίνη και Ρουμάνη, κατάφερε να ξεγελάσει τους φρουρούς της τάπιας, ν’ ανέβει στα τείχη και ν’ ανοίξει την ανατολική πύλη της Τριπολιτσάς, αυτή που οδηγούσε στο Ναύπλιο.

Τα ελληνικά τμήματα εισέρχονται αλαλάζοντας στην πόλη, η ελληνική σημαία υψώνεται νικητήρια επάνω στα τείχη, το κανόνι της τάπιας στρέφεται κατά του σεραγιού. Συγχρόνως σχεδόν ανοίγει και η νότια πύλη, του Μυστρά, και εισέρχονται ακράτητοι οι στρατιώτες του Κεφάλα και του Παπατσώνη. Την ίδια στιγμή ανοίγει και η πύλη του σεραγιού, από την οποία εφορμούν οι Γορτύνιοι του Δημητράκη Δεληγιάννη. Σε λίγο η είσοδος των ελληνικών στρατευμάτων γενικεύεται απ΄ όλες τις κατευθύνσεις. Η άλωση της Τριπολιτσάς είναι γεγονός! Μετά πεντάμηνη στενή και συστηματική πολιορκία (γι’ αυτό μιλάμε για «άλωση»), η πολύπαθη και πολυπόθητη πόλη, καταλαμβάνεται εξ εφόδου, και τίθεται πλέον στο έλεος των αδυσώπητων και ασυγκράτητων πολιορκητών της!

Το τι συνέβη την ημέρα εκείνη και τις δύο επόμενες δεν είναι εύκολο να περιγραφεί. Τετρακόσια χρόνια μαύρης δουλείας ζητούσαν και έπαιρναν εκδίκηση! Η μέθη της λευτεριάς, το μένος κατά των τυράννων, το μίσος κατά των βαρβάρων και αλλόθρησκων κατακτητών, έκαναν τους Έλληνες θεριά ανήμερα! Για τη σκλαβιά αιώνων πλήρωσαν με τη ζωή τους όχι μόνο οι Τούρκοι στρατιώτες, αλλά και αυτός ο άμαχος πληθυσμός! Σε μια τέτοια κατάσταση, κάθε έλεγχος από τους ανώτερους ήταν αδύνατος, κάθε αυτοσυγκράτηση από τους μαχόμενους ανέφικτη! Η μανία, η οργή και η δίψα για εκδίκηση, χωρίς διάκριση εκ μέρους των Ελλήνων, οδήγησαν σε σκηνές φρίκης και ολέθρου! Όλα όσα έγιναν εκείνο το φοβερό τριήμερο ήσαν αποτέλεσμα δίκαιης εκδίκησης και δικαιότερης οργής. Ήσαν το ανεξέλεγκτο ξέσπασμα ενός υπόδουλου λαού, που βρήκε την ευκαιρία να σπάσει τα δεσμά 400 χρόνων τυραννικής σκλαβιάς!

Ας μην ξεχνούν, όσοι κατηγορούν τους Έλληνες, ότι η άλωση της Τριπολιτσάς, δεν ήταν καθαρά στρατιωτική επιχείρηση τακτικού, οργανωμένου στρατού,  οργανωμένου κράτους. Στην ουσία δεν επρόκειτο καθόλου περί στρατού. Περί οπλισμένου λαού επρόκειτο, περί δυνάμεως ατάκτων επρόκειτο, που εστράφησαν  με πρωτόγονη και ενστικτώδη δύναμη κατά των πρώην δημίων τους, υπερβαίνοντας εκ δικαιολογημένου ζήλου τα όρια της λογικής.