Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συμπατριώτες, που γεννήθηκαν στα χωριά μας και σίγουρα θα θυμούνται μια αγροτική εργασία που εκτελείτο αυτή την περίοδο. Πρόκειται για το ξεφύλλισμα των αραποσιτιών ή ξιώφυλλο κατά τη λαϊκή έκφραση.
Η καλλιέργεια του αραποσιτιού ή καλαμποκιού, ξεκινούσε αρχές Απριλίου με το σπάρσιμο σπυριών των σε ποτιστικά ή ξερικά χωράφια, που κάθε χρόνο καλλιεργούντο εκ περιτροπής, είτε με σιτάρι , είτε με αραποσίτι. Τότε για να χορτάσουν τις πολυμελείς φαμίλιες των και όχι μόνο, οι κάτοικοι δεν άφηναν κανέναν τόπο ακαλλιέργητο! Ακόμη και οι λάκες σε πλαγιές με τα πεζούλια να συγκρατούν το χώμα, πρασίνιζαν! Εκεί έσπερναν ακόμη ρεβύθια, φακές, βρώμη κ.α.
Όμως η καλλιέργεια αραποσιτιού, μόλις έδενε ο καρπός, απαιτούσε ιδιαίτερη προφύλαξη από τους ασβούς, τις αλεπούδες, τα κοράκια και άλλα φυτοφάγα ζώα και πουλιά. Ετσι εκτός από τις βάρδιες που έκαναν μέλη των αγροτικών οικογενειώ , κτυπώντας ντενεκέδες (ή λάτες) για να μην πλησιάζουν, τοποθετούσαν σε διάφορα σημεία ομοιώματα ανθρώπων με παλιά ρούχα, τα λεγόμενα σκιάχτρα ή σκιάζαρα!
Τα αραποσίτια μόλις έδεναν ήθελαν κορφάδιασμα για να «δέσουν» καλλίτερα, ώστε προς τος τέλος Σεπτεμβρίου να κοπούν. Τα μάζευαν συνήθως στα κατώγια , όπου κάποια ημέρα όριζαν τον ξιώφυλλο, καλώντας γειτόνους, συγγενείς και φίλους να βοηθήσουν, μια εργασία που γινόταν μετά τις αγροτικές ασχολίες της ημέρας (μετά το σουρούπωμα). Εκεί κάνοντας αυτή την δουλειά υπό το φως λαμπών πετρελαίου ή τσιαφλιών τραγουδούσαν ή πείραζαν ο ένας τον άλλον, μέχρι που τελείωνε ο ξιώφυλλος γύρω στα μεσάνυκτα! Ενδιάμεσα η νοικοκυρά του σπιτιού έφτιαχνε τηγανίτες ή χαλβά. Τα αραποσίτια μετά χωρίς τα πούσια τους (=φύλλα), τα έλιαζαν για να ξεραθούν καλά. Μόλις γινόταν αυτό ο νοικοκύρης πάλι καλούσε άνδρες συγγενείς και με στυλιάρια κτυπούσαν τα αραποσίτια για ξεσπίρισμα ( να βγει ο σπόρος). Τον καρπό μετά τον πήγαιναν στους μύλους και έβγαζαν το αραποσιτάλευρο ή μπομπο-τάλευρο, με το οποίο έφτιαχναν μπομπότες, συγκάθια και μπαζίνα . Και στην παρασκευή ψωμιού από σιτάρι, έριχναν και λίγο αραποσιτάλευρο που το έκανε πιο γλυκό και πιο νόστιμο.
Ότι έμενε από το αρχικό αραποσίτι όπως το έκοβαν από το χωράφι, δεν πήγαινε τίποτε χαμένο! Τα φύλλα ( ή πούσια όπως το ονόμαζαν) τα έτρωγαν τα ζώα, ενώ χρησιμοποιούντο και για στρώματα ή μαξιλάρια! Τέλος το σκληρό μέρος του αραποσιτιού , το κότσιαλο, το έριχναν στο φούρνο για να καεί προς ψήσιμο ψωμιού ή φαγητού, ή κυρίως για το ψήσιμο στην πουγάνα. Τώρα ο παραδοσιακός ξιώφυλλος στη Γορτυνία έχει εκλείψει τελείως. Στα πεδινά όπου ελάχιστα συναντάται καλλιέργεια καλαμποκιού, χρησιμοποιούνται πλέον μηχανήματα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΛΥΒΑΣ
*Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδος “Γορτυνία”