Κώστας Μπουρούσης – Πρώτο Θέμα
Υπάρχει κάτι ολωσδιόλου οξύμωρο στη ζωή του Στρατή Μπατάγια. Εχει, όπως ο ίδιος λέει χαριτολογώντας, ένα παιδί που όμως το λένε «ΜΑΝΝΑ». Αυτό είναι το όνομα που επέλεξε να δώσει στο πρώτο ξενοδοχείο του, το οποίο, αν κανείς το επισκεφτεί, δεν μπορεί να διατηρεί ούτε ψήγμα αμφιβολίας πως εκείνος το περιβάλλει με πατρική αγάπη. Στην πραγματικότητα την ονοματοδοσία δεν τη διάλεξε ο αεικίνητος και ευγενής οικοδεσπότης, αλλά την επέβαλε το ίδιο το κτίριο.
Πρόκειται για το σανατόριο που δημιούργησε με κόπους, ιδίους πόρους, εράνους και προσωπική δουλειά τη δεκαετία του ’20 η Αννα Μελά, αδελφή του Παύλου Μελά, και λειτούργησε μέχρι τα μέσα του ’30. Η Αννα Μελά, που είχε εργαστεί ως νοσοκόμα στη διάρκεια τόσο των Βαλκανικών Πολέμων όσο και στον Α’ Παγκόσμιο, είχε δείξει τέτοια αυταπάρνηση, αφοσίωση και άδολη αγάπη στην περίθαλψη των τραυματισμένων στρατιωτών ώστε εκείνοι την αντιμετώπιζαν ως μάνα. Κι έτσι την προσφωνούσαν.
«Ερχόμουν στην περιοχή από 6 χρόνων. Συγκεκριμένα, σε μια κατασκήνωση μόλις ένα χιλιόμετρο από εδώ. Μέρος αυτών των διακοπών ήταν πάντα η εξόρμηση στο εγκαταλελειμμένο σανατόριο. Ερχόμασταν με τους φίλους μου απόγευμα προς βράδυ, εξοπλισμένοι με φακούς, εξερευνούσαμε το κτίριο και φτιάχναμε ιστορίες. Το μέρος για τους περισσότερους είχε κάτι το απόκοσμο. Εμένα όμως δεν μου έβγαζε ποτέ αυτή την ενέργεια. Ενιωθα κάτι όμορφο κάθε φορά που ερχόμουν. Στα 12 μου για πρώτη φορά φαντάστηκα ότι θα μπορούσε να γίνει ένα ξενοδοχείο, ένας χώρος φιλοξενίας. Αυτό που ένιωθα ήθελα να το νιώσουν κι άλλοι άνθρωποι. Ηθελα να το πραγματοποιήσω», αφηγείται ο ιδιοκτήτης ενός από τα -χωρίς καμία διάθεση υπερβολής ή κολακείας- ομορφότερα ορεινά resorts της χώρας, μα κυρίως οραματιστής.
Βέβαια, από την ημέρα που το έπλασε στην παιδική φαντασία του έως εκείνη που το πραγματοποίησε μεσολάβησαν αρκετές δεκαετίες. Συγκεκριμένα ήταν το 2014, όταν με καθυστέρηση οκτώ δεκαετιών το Ελληνικό Δημόσιο αποφάσισε να αξιοποιήσει ένα κτίριο-αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα που ως τότε ρήμαζε και είχε παραδοθεί στη λήθη του χρόνου. Οχι όμως για τον Μπατάγια. «Το 2014 διάβασα τυχαία ότι βγήκαν σε διαγωνιστική διαδικασία από το Δημόσιο κάποια ξενοδοχεία “Ξενία” και δύο σανατόρια. Ενα στη Ρόδο κι αυτό εδώ. Η απόφαση να συμμετάσχω στον διαγωνισμό ήταν στιγμιαία, κεραυνοβόλα. Μέσα σε τρεις μήνες η διαδικασία ολοκληρώθηκε και το κτίριο κατοχυρώθηκε για μακροχρόνια μίσθωση σε μένα.
Εκεί ξεκίνησαν τα εμπόδια. Αμέσως μετά άλλαξε η κυβέρνηση, σταμάτησαν οι διαδικασίες των ιδιωτικοποιήσεων -εγώ δεν είχα υπογράψει ακόμα- και τρελάθηκα. Τελικά, οι υπογραφές έπεσαν τον Μάιο του 2015. Ξεκινήσαμε τις μελέτες με το αρχιτεκτονικό γραφείο K-Studio και καταθέσαμε τα έγγραφα για να ενταχθούμε στον αναπτυξιακό νόμο. Μετά είχαμε ζητήματα με τους δασικούς χάρτες. Το 2019 το κτίριο ανακηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο. Oλα από την αρχή. Υστερα ήρθαν το δημοψήφισμα και τα capital controls. Και αργότερα ο COVID. H ανακατασκευή πήρε περίπου τέσσερα χρόνια», αφηγείται.
Οχι, ο πολυταξιδεμένος hotelier, που προκρίνει ως αγαπημένα ταξίδια του εκείνα στην Ισλανδία και στην Αφρική, μπορεί να κουράστηκε από τις αναβολές, αλλά δεν σκέφτηκε στιγμή να εγκαταλείψει, όπως λέει. «Αν αποθαρρύνθηκα ποτέ; Οχι. Ηξερα ότι έπρεπε να το ολοκληρώσω. Αν έβλεπα το project ψυχρά επενδυτικά, ίσως και να είχα αποθαρρυνθεί. Ομως εκείνο που με κινητοποίησε εξαρχής ήταν το συναίσθημα», υπογραμμίζει. Πλέον το «ΜΑΝΝΑ» – ένα ορεινό resort στην πιο ολοκληρωμένη εκδοχή του με πεντάστερες υπηρεσίες, καλοκουρδισμένο προσωπικό, γαστρονομία πιστή στη φιλοσοφία farm to table με την υπογραφή του Αθηναγόρα Κωστάκου, φιλικό στο περιβάλλον και πιστό στη φιλοσοφία της βιωσιμότητας, αισθητικά αψεγάδιαστο, πράγμα που καταλαβαίνεις και μόνο από το λογότυπο, μα με μεγαλύτερο πλεονέκτημά του την προνομιακή θέση του στην καρδιά ενός παρθένου ελατοδάσους και την αδιαμεσολάβητη επαφή ανθρώπου και φύσης μέσα από τα 80 χιλιόμετρα χαρτογραφημένων μονοπατιών- συμπληρώνει πέντε μήνες λειτουργίας.
Και μοιάζει καθημερινά να ξεπερνά τον πήχη των προσδοκιών ακόμα και του πανταχού παρόντα ιδιοκτήτη του, ο οποίος μοιράζει πια τον χρόνο του ανάμεσα στην Αθήνα και την Αρκαδία. «Είναι πιο ωραίο απ’ όσο το φανταζόμουν. Οπως έλεγε και η Αννα Μελά, είναι ένα όνειρο που δεν έμεινε όνειρο. Δεν νιώθω ότι είναι δουλειά. Οι φιλοξενούμενοί μας εκτιμούν και καταλαβαίνουν τη φιλοσοφία που μας διαπνέει. Αντιλαμβάνονται ότι το κτίριο δημιουργήθηκε με πρώτη ύλη την αγάπη. Κι αυτό με τροφοδοτεί με απίστευτη χαρά γιατί είναι απλώς η αλήθεια».
Οταν ξεκίνησε η ανακατασκευή του αλλοτινού σανατορίου, το εμβληματικό κέλυφος του οποίου διατηρήθηκε στο ακέραιο, ο Στρατής Μπατάγιας λέει ότι βρήκε στους ξεφτισμένους τοίχους φράσεις και ημερομηνίες που είχε χαράξει παιδί με τους φίλους του. Κάποιους από αυτούς τους παιδικούς φίλους τους προσκαλεί πια στο «ΜΑΝΝΑ», στο παιδικό καταφύγιο που έγινε μια ευζωιστική όαση για ενήλικες, χωρίς να απολέσει ούτε δράμι από τη θεραπευτική ενέργειά του. «Κάθε συνάντηση με τους φίλους από την κατασκήνωση στο ξενοδοχείο σας διαβεβαιώ ότι είναι δακρύβρεχτη», καταλήγει ο φιλόξενος οικοδεσπότης. Κι αυτή είναι μάλλον η πιο σπουδαία ανταμοιβή του.
ΠΗΓΗ: https://www.protothema.gr/