Στο φύλλο Απριλίου της εφημερίδος “Γορτυνία”, δημοσιεύτηκε η παρακάτω επίκαιρη συνεργασία της Βάσω Καρατζά- Κανάκη, από Μοναστηράκι, που περιγράφεται το πως γιορταζόταν η Λαμπρή παλιά στα χωριά μας. Οι παλαιότεροι θα συγκινηθούν και οι νεότεροι θα διδαχθούν…
“Ακόμα και τώρα που τράνηνα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας είναι ο Απρίλης, γιατί μικρή που ήμουνα στο σχολείο χαιρόμουνα τις διακοπές, αλλά και γιατί σχεδόν πάντα ήταν ο μήνας της Λαμπρής.
Θυμάμαι… θάμουν δε θα μουν 7-8 χρονών, εκείνη η χρονιά που οι εικόνες της μου έχουν μείνει χαραγμένες βαθιά στο μυαλό. Τα δένδρα όλα ανθισμένα, τα κρίνα ολόλευκα, φρουροί στις γωνιές των κήπων, οι σπέντζες, οι μαργαρίτες και όλα τ’άλλα αγριολούλουδα στα χωράφια ένα απλωμένο πολύχρωμο χαλί.
Θυμάμαι…. παρέες – παρέες τα παιδιά αμολιόμαστε σε κήπους και χωράφια να μαζέψουμε λουλούδια και με γεμάτες αγκαλιές τα πηγαίναμε να στολίσουνε τον επιτάφιο.
Θυμάμαι… τη μάνα μου, όταν άνοιξε λιγάκι ο καιρός, άρχισε να συγυράει το σπίτι, ξεκάπνισε το τζάκι, καθάρισε το σταχτοφούρνι, έλιωσε χορίδι σε μια λάτα και με μια φουντωτή αγκλαβουτσιά για βούρτσα, άσπρισε το χειμωνιάτικο και τη σάλα. Αυτό ήτανε όλο – όλο το σπίτι μας, συν μια μικρή καμαρούλα.
Θυμάμαι… η αδερφή μου η Γιαννούλα, που είχε αναλάβει την διακόσμηση, έφερε πηλαλώντας από το μαγαζί του Θύμιου, ένα ρολό χαρτί για να το βάλουμε στον τοίχο. Μαζί με τη Γιαννούλα το ανοίξαμε, το τεντώσαμε και η μάννα μου αντί για κόλα με λίγο ζυμάρι το κόλλησε στον τοίχο. Τι ωραίο φόντο ήτανε αυτό; Γεμάτο τριαντάφυλλα, ομόρφυνε η σάλα!
– Ελα Βάσιω λέει η Γιαννούλα, να κρεμάσουμε στη μέση τον καθρέφτη, αριστερά τη φωτογραφία του συγχωρεμένου του πατέρα, δεξιά της αδερφούλας μας, που είχε πάει στον Πύργο και πιο δίπλα τη λάμπα πετρελαίου με το ωραίο γιάλινο λαμπόγιαλο.
Θυμάμαι … το κατάλευκο δαντελωτό τραπεζομάντηλο που απλώσαμε στο τραπέζι – το είχε σιδερώσει η μάνα μου με το σίδερο, με τα κάρβουνα , στη μέση βάλαμε το δίσκο με τα ρακοπότηρα και τη μποτίλια με το πίπερμαντ , είχαμε για να κεράσουμε κανέναν μουσαφίρι.
Θυμάμαι… στις δύο γωνιές τα μπαούλα, το ένα γεμάτο με υφαντό Μεσολογγίτικα σεντόνια και λευκά κεντήματα στο βελονάκι ήτανε σκεπασμένο με ωραία – χασέ μπαουλόπανο, στο άλλο είχαμε το γιούκο, κουβέρτες, μπατανίες, αντρομίδια, καλοδιπλωμένα το ένα πάνω στο άλλο , φτάνανε μέχρι το ποτερό, σκεπασμένο μ’ένα ριγέ σεντόνι.
Θυμάμαι …τα σακάκια, τα φορέματα και τις ρόμπες μας τα κρεμάγαμε στη μεσάντρα και τα σκεπάζαμε μ’ένα σκουτί να μην καπνίζονται ! Στην άλλη μεριά, δύο αμπάρια, γεμάτα γεννήματα και άλλα τρόφιμα, στρωμένα με πολύχρωμα αντρομίδια, υφασμένα με τα χεράκια της μάνας μου στον αργαλειό, το είχαμε και για να καθόμαστε απάνου. Θυμάμαι…την αδερφή μου τη Γιαννούλα ζαλωμένη να φέρνειι κοτσιοπούρνια για το φούρνο, την είχε προστάξει η μάνα μου.
Θυμάμαι… την Μ. Παρασκευή, τον ουρανό συννεφιασμένο και το πένθιμο βάρεμα της καμπάνας. Ούλα τα τσορομπίλια πήγαμε τα λουλούδια για να στολίσουνε οι τσούπες τον επιτάφιο. Βουλιάζαμε τις μαργαρίτες με ψιλή βελόνα και κλωστή ρουκέλας. Ενώ τα μεγαλύτερα αγριολούλουδα και τις βιολέτες με σαμαροβελόνες και κλωστή από στρήμα. Και το βράδυ στην περιφορά, με ένα κλεφτοφάναρο στο χέρι, το ίδιο που πηγαίναμε για μπομπόλια, θυμάμαι… πως καμαρώναμε, γιατί είχαμε και μεις προσφέρει. Περάσαμε από ούλα τα σοκάκια του χωριού και έβλεπες έξω από κάθε σπίτι το κεραμίδι με το κάρβουνο και το λιβάνι να θυμιάζει. Πήγαμε και στο νεκροταφείο (ακούραστος ο παπα-Θεόδωρος), και καθώς γυρνούσαμε, – τη θυμάμαι καλά τούτη τη σκηνή- την πομπή ακολουθούσαν πολλές μα πολλές κωλοφωτιές, που αναβόσβηναν και χανόντουσαν μέσα στο σκοτάδι κάτω στη Γουρουνίτσα.
Θυμάμαι… το Μ. Σάββατο, η μάνα μου η Μπότσαινα, κάθε χρόνο ετοίμαζε τα πεσκέσια. Εστελνε όπου είχε υποχρέωση, γιαούρτι, φρέσκο μαλακό τυρί, γάλα, αρνί κ.α. Ετσι την ημέρα εκείνη έκανα πολλά δρομολόγια, άλλοτε με τέσα στο χέρι , άλλοτε με καρδάρα και με αντάλλαγμα φίλεμα με καμιά κουταλιά ζάχαρη, καρύδια… Κάποια φορά δεν μπορώ να θυμηθώ…. Ποιός μου δωσε ένα πενηντάλεφτο και αμέσως έτρεξα και πήρα στράκα –στρούκα. Την έσκασα και μου φάνηκε ότι πολέμησα και γω τον Τούρκο!
– Να πάτε στου Κωλοβελώνη τ’αμπέλι να φέρετε μάραθο και χλωρή ρίγανη για τη μαγειρίτσα άντε τε ξεκουμπιστείτε φώναξε η μάνα μου. Κοτάγαμε να μην πάμε, λιγουρευόμαστε και τη μαγειρίτσα.
Θυμάμαι το βράδυ στην Ανάσταση, με το που είπε ο παπα- Θεόδωρος το Χριστός Ανέστη πρατ!!! για το σπίστι (δεν είμαστε και οι μόνοι), δεν καρτεριόμουνα , πείναγα με είχε κόψει η νηστεία.
– Μάνα, βάλε μου να φάω δεν κρατιέμαι , τρέχουν τα σάλια μου!
– Προφτάσου τσούπα μου ναρθουν και τ’άλλα παιδιά, η Γιαννούλα κι ο Κώστας, χρονιάρα ημέρα είναι να φάμε όλοι μαζί σαν άνθρωποι!
Θυμάμαι …τι μαγειρίτσα ήταν εκείνη! Τι νοστιμιά! Δύο βαθιά πιάτα κατέβασα δεν χόρταινα με τίποτα, μετά βαρυστομάχιασα.
Ανήμερα τη Λαμπρή το απόγευμα πήγαμε στην ΑΓΑΠΗ. Είχαν έρθει και πολλοί Αθηναίοι γιόμισε η πλατεία κόσμο, μικροί και μεγάλοι ούλοι εκεί. Οντως περασμένα κι’αξέχαστα! Σήμερα στην Αθήνα χανόμαστε και δεν ευχόμαστε ούτε στο γείτονά μας!”