Έρημα χωριά στη Γορτυνίας μας – Γράφει ο Δημήτριος Πανόπουλος

Θλιβερές διαπιστώσεις: ΕΡΗΜΑ ΧΩΡΙΑ ΣΤΗ ΓΟΡΤΥΝΙΑ ΜΑΣ ….

* Γράφει ο Αντιστράτηγος ε.α. ΕΛ.ΑΣ. Δημήτριος Πανόπουλος

Το ξέσπασμα της πανδημίας, μας στιγμάτισε για τα καλά. Ο φόβος, οι περιορισμοί, η απομόνωση, η αποξένωση, η ανασφάλεια, η κακή ψυχολογία, κυριαρχούν. Μέσα σε αυτό το κλίμα, πολλές φορές αναρωτήθηκα αν ήμασταν καλύτερα παλιά στα χωριά μας. Στα όμορφα, γραφικά – μαγικά χωριουδάκια, που μεγαλώσαμε οι περισσότεροι.

Αναπολώ εκείνες τις όμορφες, αγνές, παλιές καλές στιγμές. Μακριά από την καθημερινότητα των πόλεων όπου ζουμε. Αυτό το διαφορετικό αίσθημα ευφορίας και ηρεμίας που βιώνουμε και σήμερα, όταν είμαστε εκεί. Την ηρεμία της πολύχρωμης φύσης, τον περίπατο, τις μυρωδιές του βρεγμένου χώματος, του καμένου ξύλου από τα αναμμένα τζάκια, τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα. Την ηρεμία και τη γαλήνη που νιώθουμε όταν ακούμε τα πουλιά να κελαηδούν, τα πρόβατα να βελάζουν και τον ήχο από τα κουδουνάκια τους. Τη νοσταλγία για τα παιδικά μας χρόνια. Τα χρόνια της αθωότητας και της ξεγνοιασιάς.

Νοιώθω τυχερός που μεγάλωσα σε ένα τέτοιο χωριό. Το χωριό που οι προγονοί μας έχτισαν κουβαλώντας όλα τα οικοδομικά υλικά, πέτρες, άσβεστη, ξύλα (πάτερά), καλάμια, με τα χέρια και τα ζώα. Που κουβαλούσαμε το νερό με βαρέλια από βρύσες μακριά από το χωριό. Χωρίς ηλεκτρικό βέβαια. Με τσιμπλόλαμπες στην αρχή. Με το τζάκι και την κατσαρόλα πάνω στην σιδεροστιά για το καθημερινό φαγητό. Με τις μανάδες μας να ζυμώνουν στη σκάφη. Τις γιαγιάδες μας με τη ρόκα στο χέρι. Σε εποχές που το όργωμα γινόταν με το αλέτρι, το σκάλισμα με τα ξινάρια, ο θερισμός με τα δρεπάνια και το αλώνισμα με τα ζώα. Με μικρά καφενεία και παντοπωλεία. Με κάθε σπίτι να έχει το φούρνο του, το χοιρινό του, τις κότες του, την κατσίκα του, τον κήπο του, τον αργαλειό του. Που η γειτονιά ήταν μια μεγάλη οικογένεια. Με πόρτες ανοιχτές και το κλειδί επάνω. Που το ξεφύλλισμα του καλαμποκιού ήταν γιορτή!

Χωριό γεμάτο ζωή ! Με ωραία ήθη και έθιμα. Παραδοσιακοί γόμοι, κάλαντα, επίσημες εορτές με χορούς, ονομαστικές με φαγοπότι και επιτραπέζια τραγούδια, απόπιες με το σφάξιμο των γουρουνιών, πρωταπριλιά με απίστευτα ψέματα, με ωραία πανηγύρια .

Αλησμόνητες εποχές! Υπήρχε φτώχεια, υπήρχαν δυσκολίες, υπήρχαν ελλείψεις. Ομως οι ανθρωποι ήταν αγαπημένοι και αλληλοΰποστηρίζονταν. Βοηθούσαν ο ένας τον άλλον. Υπήρχε ψυχική επαφή, αγάπη και συμπόνια. Ο γείτονας έτρεχε πρώτος, όταν ο διπλανός είχε ανάγκη βοήθειας…

Σήμερα, στην εποχή του κορωνοιού, στις πόλεις, υπάρχει μια διαφορετική εικόνα. Χάθηκε ο σεβασμός, η αξιοπρέπεια, η αλληλεγγύη, η κατανόηση. Χάθηκε η αγάπη για το γείτονα. Οι άνθρωποι νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους και αδιαφορούν για τους γύρω τους. Ο ιός έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Χάσαμε τις παρέες μας , τους φίλους μας, τους δικούς μας.

Δυστυχώς, άλλαξαν όμως όλα και στα χωριά μας. Παρά το γεγονός ότι καινούργια σπίτια κτίστηκαν, παλιά ανακαινίστηκαν και τίποτα δεν τους λείπει, τα χωριά εγκαταλείφθηκαν. Ελάχιστοι έμειναν. Σήμερα, τα χωριά στην επαρχία μας είναι σχεδόν έρημα. Ανθρωπο δε συναντάς. Τα μαγαζιά, κλειστά. Τα χωραφια ακαλλιέργητα. Πολλά σπίτια άδεια, ερειπωμένα, με στέγες μισογκρεμισμένες, σαπισμένες πόρτες, σπασμένα παράθυρα, χορταριασμένα μπαλκόνια! Ακόμα και πολύ ωραία νεόκτιστα ή ανακαινισμένα, δυστυχώς, κλειστά. Κάθε θάνατος, σημαίνει και το σφράγισμα ενός σπιτιού. Ηρθαν και οι πυρκαγιές να αμαυρώσουν περισσότερο την εικόνα. Προσθέστε και την απροθυμία των κατοίκων να τα ξαναφτιάξουν. Με λίγα λόγια, εικόνες θλίψης,απογοήτευσης, εγκατάλειψης και ερήμωσης.

Οι αιτίες πολλές και γνωστές…

Τα χωριό μου, όπως και τα περισσότερα στη Γορτυνία, ζωντανεύουν για λίγες μονο μέρες το χρόνο. Για θλιβερό καθήκον, Πάσχα, δεκαπενταύγου-στο και αυτή την εποχή, για το μάζεμα των ελιών. Οσων απέμειναν απο τις πυρκαγιές! Μετά, ερημιά που συνεχώς γίνεται και χειρότερη. Χωριά πλέον με 2, 6, 14, 26 κατοίκους! Για πόσο ακόμα; Γειτονικά χωριά που κάποτε, είχαν εκατοντάδες κατοίκους, με δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς, καταστήματα κ.λ.π., σήμερα βιώνουν την ίδια ερήμωση και εγκατάλειψη.

Είναι φανερό. Τα χωριά μας, χάνονται… Δεν θα ξανανοίξουν πολλά σπίτια εκεί. Σπίτια που με τόσο κόπο έχτισαν οι παππούδες μας και οι γονείς μας. Μαζί τους και αξίες που αποτελούν τις ρίζες του πολιτισμού μας. Ωραιότατα πετρόκτιστα κτίρια, νερόμυλοι, μπαρουτόμυλοι, πετρόκτιστα τοξοτά γεφύρια, καλντερίμια και αξιοθέατα που δεν πρέπει να χαθούν. Που αποτελούν κομμάτι της παράδοσής μας και επιβάλλεται να διαφυλαχτούν. Πώς όμως;

Πρέπει να βρούμε τον τρόπο. Η πολιτεία, οι Δήμοι, οι Σύλλογοι. Να βοηθήσουν όλοι. Ολοι μας… Να βρεθούμε πιο κοντά στις ρίζες μας. Τα χωριά μας να έρθουν ξανά στο προσκήνιο. Να τα αγαπήσουν οι νέοι μας. Να ξαναζωντανέψουν…

Αποτελεί ύψιστο χρέος μας, αλλά και απότιση φόρου τιμής στους γονείς μας και τους παππούδες μας. Σε αυτούς που τα έφτιαξαν με τόσο κόπο. Που τα αγναντεύουν απο τον ουρανό και θα λυπούνται να τα βλέπουν να ερημώνουν !!!!!

*Δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδος “Γορτυνία”