Αναπολώντας τα παλιά: Θερισμός και Αλώνισμα

Τα γεννήματα έχουν περάσει από την ψάνή και έχουν ωριμάσει όλα τα είδη: ασίΐροσίταρο, τσιγκριάς, ζουλίτσα, νούμερο, κοντούλα, ξενικό και μαυραγάνι.

Ο γεωργός γι’άλλη μια φορά επισκέπτεται τα χωράφια του και βλέπει ότι τα γεννήματα έχουν γίνει (ωριμάσει). Τα κριθάρια μάλιστα “έχουν παραγίνει, έχουν βάλει φωνή”. Κανονίζει από τη Δευτέρα να μπουν στο θέρο. Ετοιμάζει τις πο­διές, τα γάντια και τα μαντήλια που θα φορέσουν οι κοπέλες για να μη τις μαυρίσει ο ήλιος, Κατεβάζει τα δρεπάνια κι αγοράζει και δυο καινούρια. Τα δεμα­τικά είναι έτοιμα, από ημέρες φτιαγμένα από βούρλα που έχει βγάλει ,”στους πρίνους  και τα’χει λιάσει και στρίψει. Αλλά και κάτω από τους πρίνους και τ’άλλα δέντρα, έχει σπείρει σίκαλη που ψηλώνει για να τη χρησιμοποιήσει στην ανάγκη για δεμστικό. Τα γεννήματα έχουν γίνει απότομα σε όλα τα χωράφια του και θέλουν σε μια βδομάδα θερισμό. Γι’αυτό χρειάζεται κι άλλους ακόμα ερ­γάτες. Πάει σε μερικές κοπέλες που τον δέχονται και κανονίζουν το μεροκάματο! ένα ποκάρι μαλλιά στην κάθε μια. Παίρνει και τον αδελφό του δανεικολογιά να δένει τα δεμάτια και τη Δευτέρα το πρωί με το ξημέρωμα της αυγής φορτώ­νουν τα χρειώδη του θερισμού και ξεκινούν για την “Τσαπουρνιά”. Φτάνουν και  ξεφορτώνουν στον ίσκιο μιας γέρικης αχλαδιάς. Εκεί βρίσκουν και τις εργάτριες, που’χουν πάει από τα χαράματα κι έχουν θερίσει κιόλας κάμποσο τόπο.

Κάνουν το σταυρό τους κι αρχίζουν το θέρισμα. Χώνουν το δρεπάνι με το δεξί χέρι στο αθέριστο σιτάρι. Κόβουν μια χουφτιά, που την πιάνουν με το αρι­στερό χέρι, το οποίο γεμίζει και την αφήνουν δίπλα τους. Κόβουν κι άλλη χουφτιά. Τοποθετούν στον ώμο το δρεπάνι κι αρπάζουν τις δυο χουφτιές, τις χτυπάνε στο στήθος τους για να ισιώσουν. Τραβάνε πέντε-έξι στάχυα και δένουν τ’άλλα σφιχτά και φτιάχνουν με τις δύο (χεροβολιές το χερόβολο, που το πετάνε πίσω τους και σχηματίζουν τις μεγάλες χεροβολιές. Όταν το χερόβολο είναι  καλοφτιαγμένο, φτιάχνουνε και καλά δεμάτια.

Το θέρισμα συνεχίζεται. Οι χεροβολιές πληθαίνουν. Ο νοικοκύρης, που μέχρι τώρα είναι μαζί τους σε μια άκρη, πηγαίνει  τώρα κάτω από τον πρίνο, βγάζει  τη σίκαλη που έχει σπείρει για δεμάτι και την κάνει “σκολίδες” (δέματα) . Τις μπουχίζει με νερό για να “λουρώσουν” και τις σκεπάζει μ’ένα χοντρό μάλλινο ρούχο.

Χωρισμένοι σε δύο παρέες, οι θεριστάδες τραγουδάνε άλλοι μπροστά και άλ­λοι πίσω και οι κοπέλες φροντίζουν ποια θα τραγουδήσει καλύτερα. Έρχεται το μεσημέρι και καθόμαστε κάτω από το βαθύ ίσκιο ενός πρίνου. Γευόμαστε με ευχαρίστηση τα λιτά φαγητά μας και δροσιζόμαστε με το κρύο νερό της περιοχής. Ξεκουραζόμαστε για λίγο και συνεχίζουμε τη δουλειά μέχρι το πέσιμο του ήλιου.

  • Την άλλη μέρα με το χάραμα, βρίσκομαι στο χωράφι. Με τα δυό μου χέρια σταυρώνω στο στήθος μου τα δυο χερόβολα, τα κρατώ ώσπου να γεμίσει η αγκαλιά που παίρνει είκοσι δύο χερόβολα. Γυρίζω την αγκαλιά στη μασχάλη μου και την τοποθετώ σ’ένα ίσιο μέρος που!| θα φτάνουν τα ζωντανά για το φόρτωμα.

Σε κάθε μέρος βάζω οχτώ ή δεκάξι αγκαλιές ώστε να γίνονται ένα ή δύο φορτώματα.

ΤΟ ΚΟΥΒΑΛΗΜΑΤΩΝ ΔΕΜΑΤΙΩΝ

Κιόνουμε (τελειώνουμε) όλοι το θερισμό και ετοιμαζόμαστε για το κουβάλημα των δεματιών. Πρέπει όμως να σηκώσουμε τα δεμάτια και να τα κρυβαλήσουμε στις θεμονιές για να μη ρέβουν (λυώνουν) στα χωράφια, αλλά και γιατί I το κοινοτικό συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του, σε τακτική προθεσμία απολάει τις καλαμιές δηλαδή επιτρέπει τα πράματα (γιδοπρόβατα) να πάνε στις καλαμιές να βοσκήσουν κανένα μεινεμένο στάχυ και καμιά στάλα χλωρό ή ξε­ρό χορτάρι.

Γι’αυτό όλοι βιαζόμαστε. Κι όσοι δεν έχουν ζωντανά παίρνουν από τους δι­κούς τους και τους φίλους τους. Εμείς φορτώνουμε τέσσερα – τέσσερα τα δε­μάτια και τα μεταφέρουμε στο Κουτσουλόπετρο που είναι στην άκρη του χω­ρίου μας, στο θεμονοστάσι του μπάρμπα μου του Ανάστου. Διαλέγουμε έναν τόπο και βάζουμε τα δεμάτια το ένα κοντά και πάνω στο άλλο και κάνουμε μια στερεή βάση. Τα βάζουμε σταυρωτά ώστε αν βρέξει να μη βραχούν  όλα και σα­πίσουν. Οι θεμονιές στήνονται με τέχνη και μαστοριά.

Στο τέλος που θα υψωθεί η θεμονιά στήνουμε σ’αυτή μακριά ξύλα με μαύρα παλιόρουχα να κρέμονται για να τα βλέπουν τα τσιροπούλια και να μην πλη­σιάζουν και τρώνε το σιτάρι. .

ΤO ΑΛΩΝΙΣΜΑ (ΣΤ’ΑΛΩΝΙΑ)

Ερχεται η σειρά μας ν’αλωνίσουμε. Τη σειρά κανονίζει ο μπαρμπά Μήτσος, ιδιοκτήτης τ’αλωνιού, που πάντα μας προτιμάει. Κουβαλάμε από το θεμονο­στάσι τα δεμάτια και τα ρίχνουμε στ’αλώνι. Εκεί τα παίρνω και τα φέρνω γύρω, γύρω από το στυγερό τ’αλωνιού, τα λύνω και ρίχνω τα δεματικά σε μια άκρη για να τα μετρήσω στο τέλος. Το μέτρημα είναι παλιά συνήθεια από τότε που έκλεβαν τα δεμάτια.

Την καθιερωμένη μέρα τ’αλωνισμου έρχονται οι βαλμάδες με τ’άλογά τους.

Ο μπαρμπα Μήτσος έχει όλα τα χρειώδη τ’αλωνισμού (δικριάνια, φτυάρι, σκούπες,;δρυμόνι ,ντενεκέ, ρούχα, ακόμη και τριχιές). Φτιάχνει τις λαιμαριές των α­λόγων. Δένε! στο στυγερό (ξύλινη στρογγυλή κολόνα στη μέση τ’αλωνιού) τον αέρα και βάζει τ’άλογα στ’αλώνι, που γυρίζουν γύρω γύρω στο στυγερό αϊτό τα δεξιά προς τ’αριστερά κι όταν απλώσει και μαζευτεί ο αέρας τα γυρίζουμε (τους κάνουμε μεταβολή) και τρέχουν από τ’’αριστερά προς τα δεξιά. Έτσι τ’άλογα που ήταν κοντά στο’ στυγερό κι έκαναν μικρές γυροβολιές, τώρα είναι  απ’έξώ και σαν ξεκούραστά κάνουν μεγάλες γυροβολιές (γύρους).

Κάνω το σταυρό μου και μπαίνω στ’ολώνι κοντά στο στυγερό και κρατώ με το ένα χέρι τον αέρα (σχοινί) για να μη διπλωθεί όπως απλώνει και μαζεύει και με τ’άλλο το καμουτσίκι για να βιτσίζω τ’άλογα να τρέχουν. Σκάω το καμουτσίκι στον αέρα δύο τρεις βολές (φορές) και τ’άλογα αρχίζουν να γυρίζουν γρή­γορα γρήγορα γύρω από το στυγερό. ‘Οταν γυρίζουν τα άλογα ο αέρας ξετυ­λίγεται και σιγά σιγά ξαναμαζώνει ανάποδα. Τότε αλλάζουμε πάλι τ’άλογα και κάνουμε μεταβολή. Οι άλλοι βαλμάδες με τα δικριάνια γυρίζουν τα χερόβολα που λύνονται και γίνονται ένα ένα κλωνί και τσακίζονται και λυώνουν από τα πα­τήματα των αλόγων πάνω στις πλάκες. Σε λίγη ώρα μπαίνουμε στο σπίτι για να κολατσίσουμε και μένει στ’αλώνι για να βαρεί τ’άλογα ο μικρότερος μου α­δελφός, ο Νίκος.

Αμέσως γυρίζουμε τ’αλώνι για δεύτερη φορά. Ένας βαλμάς από το στυγερό κι άλλος απ’έξω με τα δικριάνια τους, αναποδογυρίζουν τα χερόβολα, ώστε τα πάνω λυωμένα χερόβολα να πάνε κάτω και τα κάτω άλυωτα και πολλές φορές ολόκληρα χερόβολα να ‘ρθούν πάνω για να πατηθούν και να λυώσουν.

Η κυρά Γιαννού στρώνει το τραπέζι και πάνω βάζει τρία κοτόπουλα ψημέ­να στο φούρνο με πατάτες, γιαούρτι, τυρί και ελιές. Όλα φρέσκα, σπιτίσια και καλομαγειρεμένα. Δίπλα έχει και μια βαρέλα γεμάτη κοκκινέλι σκεπασμένη με ένα βρεγμένο πράσινο ρούχο για να διατηρεί το κρασί κρύο και δροσερό. Καθό­μαστε στο τραπέζι, πίνουμε πριν να φάμε μια ποτηριά ο καθένας κι ευχόμστε: Χίλια μόδια και καλοφάγωτο”.

ΤΟ ΛΥΧΝΙΣΜΑ

Μετά το φαγητό βάζω ένα μακρύ ξύλο στην άκρη του σωρού, ώστε με το λύχνισμα να ξεχωρίσει ο καρπός από τ’άχυρα. Όλοι αρχίζουμε το λύχνισμα. Βου­τάμε το δικριάνι στο σωρό κι όσον καρπό και άχυρα πιάνει τα πετάμε ψηλά. Ο καρπός ξαναπέφτει στο σωρό, ενώ το άχυρο το παρασύρει το αεράκι, που  φυσάει και το ρίχνει πιο πέρα στην άκρη τ’αλωνιού μετά το ξύλο.

Σε δύο ώρες ξεχωρίζει ο καρπός από τ’άχυρα. Τ’άχυρα είναι στη μια άκρη τ’αλωνιού και στη μέση ο καρπός. Τότε παίρνω ένα ξύλινο φτυάρι και σηκώνω ψηλά τον καρπό. Τον φτυαρίζω, φεύγει η σκόνη και βγαίνουν πάνω πάνω τα χοντράδια, τα οποία η αδελφή μου με μια σκούπα τα μαζεύει σε μια άκρη και   “λαγαρίζει το σιτάρι  όπως λένε.

Ο καρπός θα μείνει όλη τη νύχτα έξω για να κρυώσει και να μη μπει ζεστός στα κασόνια και γεννήσει σιταρόψειρες.

Την άλλη μέρα το πρωί τον βάζουμε στα σακιά και  τον μετράμε με το ντενε­κέ.

Αρχίζουμε να το κουβαλάμε στο σπίτι και  το ρίχνουμε στα κασόνια:  Παρότι το συνεμπάζουμε (μεταφέρουμε) κρύο, για να εί­μαστε σίγουροι πώς δεν θα μας ψειριάσει ρίχνουμε στα  κασόνια πάτους, πά­τους καρυδόφυλλα από την καρυδιά μας.

Κουβαλούμε το ‘σιτάρι στο σπίτι και ξέρουμε τώρα πόσο έχουμε κάνει.  Στ’αλώνι αφήνουμε μόνο τρία φορτώματα που τα φτιάχνουμε με το κόσκι­νο καλά, τα βάζουμε στα σακιά και τα έχουμε έτοιμα για το μόλο: Στη συνέχεια κουβαλούμε με τα ματαράτσια και τα χαράρια (ξύλινες βέργες κοντά κοντά δε­μένες) τ’άχυρα στο σπίτι και γεμίζουμε τον πλέχτη'(μέρος που τοποθετούμε τ’άχυρα των ζώων.

ΣΤΟ ΜΥΛΟ

Από νωρίς το πρωί φορτώνω τ’αλέσματα και τραβάω για το μύλο. Πηγαίνω με τον αδελφό μου, το Νίκο, στο μύλο του Παυλόπουλου, στο Πορί. (Ο μύλος του Κάτσιου, του Σφυρή και της Κιάρνης, στης Κυράς το Γεφύρι έχουν σκεπα­στεί από τα νερά της τεχνητής λίμνης του Λάδωνα). Μυλωνάς στο μύλο τού­το είναι ο μπαρμπ’ Αλέξης Βραχνός από το Βαλτεσινίκο. Ο μύλος τώρα είναι ι­διοκτησία της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου – Βαλτεσινίκου. Τον δώρισε ο αεί­μνηστος λεβέντης Γιώργης Παυλόπουλος.

+του Ευσταθίου Σταθόπουλου – Από το βιβλίο του “Μνήμες από την Αρκαδία  και το χωριό μου Μυγδαλιά (Γλανιτσιά)”.

Δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδος “Γορτυνία”