Λαογραφικές εορτές: «Το κάψιμο του μακαρονά» στη Δημητσάνα

Γράφει η Δήμητρα Αγγελοπούλου*

Την Καθαρά Δευτέρα όλοι οι μπακάληδες της Δημητσάνας εβγάνανε να πουλήσουνε τα Σαρακοστιανά κι οι φούρνοι λαγάνες. Οι μπακάληδες το πρωί εβγάνανε στην αγορά τραπέζια και προσφέρανε στον κόσμο απ’ αυτά που πουλάγανε -χαλβάδες, ταραμάδες. Οι ταβερνιαραίοι εφέρνανε κι αυτοί κρασί κι αρχίναγε πια το γλέντι. Τραγουδάγανε και τρώγανε τα νηστίσιμα.

Μετά από το φαγοπότι μερικοί, κατάλληλοι άνθρωποι, εφτιάνανε το «μακαρονά». Ο μακα­ρονάς ήτανε ένας μεγάλος κούκλος από άχυρα, που έμοιαζε με άντρα και του φοράγανε και τα ρούχα του αντρός. Μέσα του βάνανε σε κάποιες μεριές -στη φτέρνα, στο γόνατο, στο μπούτι- μπαρούτι. Βάνανε το μπαρούτι σε διαφορετικά σημεία, για να σκάει ένα-ένα μέρος του σώμα­τος, να μην καεί δηλαδή αμέσως. Το μακαρονά τον εβάνανε πάνω σε μια σκάλα -σα φορείο- και τον κουβαλάγανε τέσσεροι, δυο μπροστά και δυο πίσω. Όπως ήτανε νεκρός ο μακαρονάς, στη μέση του βάνανε ένα κεραμίδι, που πάνω είχε κάρβουνα και λιβάνι. Άλλοι άντρες ακόμα ντυνόσαντε με μαύρα χήρες και γυρνάγανε πια το μακαρονά από γειτονιά σε γειτονιά, επαίρνανετον κόσμο, ο οποίος πήγαινε πίσω από το μακαρονά -δήθεν πηγαίνανε να τον κηδέψουνε. Μόλις πια τον φέρνανε στην αγορά της Δημητσάνα, οι «χήρες» αρχινάγανε να λένε μοιρολόγια. Αφήνανε το μακαρονά κάτω, στο κέντρο της Δημητσάνας, κι ανάβανε και λαμπάδες. Εκτός από τα κε­ριά, βάνανε πάνω στη σκάλα και πράσα λόγω της νηστείας, που παριστάνανε τα κεριά. Μετά απ’αυτό και, αφού είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, εφωνάξανε οι γυναίκες: “Κα­κό που μας έκανες, Θοδωρή μου, που έφαγες πολλά μακαρόνια”.

Το μακα­ρονά τον εφωνάξανε Θοδωρή και δή­θεν αυτός πέθανε, επειδή έφαγε πολ­λά μακαρόνια τις Απόκριες. Εφόσον τελειώνανε τα μοιρολόγια, εδένανε το μακαρονά μ’ ένα σύρμα και τον ανεβάζανε πάνω, στη μέση της αγο­ράς, κρεμασμένο από δυο μπαλκό­νια, δηλαδή από τη μια και από την άλλη πλευρά του δρόμου. Τότες, του βάνανε φωτιά κι αυτός καιγότανε από το μπαρούτι κι όσο καιγόσαντε τα άχυρα, τόσο ο κόσμος εφώναξε.

Μάλιστα, είχανε και όργανα -κλαρί­να και άλλα- και γλεντάγανε. Από τη λύπη και το κλάμα για το χαμό του μακαρονά, αρχίναγε πια η χαρά, το γλέντι και εχορεύανε, εξεσκάγανε.

* H Δήμητρα Αγγελοπούλου είναι Καθηγήτρια – Φιλόλογος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Δ.Ε. του Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Γεωργίου και Άννης Σακελλαρίου. Έχει εκδώσει το βιβλίο “Δημητσάνα: Λαογραφόντας τη μνήμη”.