24 Μαρτίου 1821- Ο Κολοκοτρώνης ξεκινάει από την Καλαμάτα για το κέντρο της Πελοποννήσου, την Αρκαδία
Ας ακολουθήσουμε το Γέρο του Μωριά και τους άλλους οπλαρχηγούς στο δρόμο τους για την Καρύταινα! Μετά τη κατάληψη της Καλαμάτας οι καπεταναίοι έκαναν συμβούλιο και αποφάσισαν άλλοι να πολιορκήσουν τα φρούρια της Μεσσηνίας, και άλλοι να μείνουν στη Καλαμάτα “για την ευταξίαν”. Από την Σκάλα στις 23 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης έστειλε επιστολή στους Αρκαδίους (περιοχή Τριφυλλίας) για να τους εμψυχώσει και να τους ξεσηκώσει στα όπλα.
Την υπογράφει ως εξής: Εν Σκάλα την 23 Μαρτίου 1821 1ον έτος της ελευθερίας Θ. Κολοκοτρώνης Γρ. Δικαίος.
Από την περιγραφή του Φωτάκου:
“Την αυτήν ημέραν εψάλη δοξολογία από τους Καλαματιανούς ιερείς εις τον ποταμό και τότε οι άλλοι μεν πήγαν να πολιορκήσουν τα φρούρια της Μεσσηνίας, ο δε Κολοκοτρώνης με 300 Μανιάτας, τους οποίους επήρεν από τον Μούρτσινον και από τον Π. Μαυρομιχάλην, ο Αναγνωσταράς, ο Αρχιμ. Φλέσας και ο Π. Κεφάλας εξεστράτευσαν την 24 Μαρτίου δια τα μεσόγεια της Πελοποννήσου δια να γενικεύσουν την επανάστασιν, και κατά το χωρίον Σκάλα εις τον δρόμον έμαθαν ότι οι Τούρκοι του Φαναρίου Ζαχαίοι, Μουτριζάνοι, Ζβουρτσάνοι υπέρ τας 4.000 ψυχαίς προετοιμάζοντο να παν εις την Τριπολιτσάν.
Εχωρίσθη τότε από τον Αρχιμ. Φλέσαν και από τους λοιπούς, οι οποίοι ετράβηξαν δια την Αρκαδίαν δια να γενικεύσουν και εις εκείνα τα μέρη την επανάστασιν, και εκείνος ετράβηξε κατά το Λεοντάρι και την Καρύταιναν.
Καθώς έβλεπαν οι Έλληνες τας σημαίας και τους στρατιώτας εσήμαιναν των εκκλησιών τα σήμαντρα, και οι μεν ιερείς έβγαιναν ενδυμένοι τα ιερά άμφια και με το Ευαγγέλιον εις τας χείρας, οι δε χριστιανοί άνδρες, γυναίκες, παιδία, επαρακαλούσαν τον θεόν να τους ενδυναμώνη.
Ο Αρχιμανδρίτης μάλιστα εφορούσε μίαν περικεφαλαίαν, και τον εκύτταζαν με πολλήν περιέργειαν οι άνθρωποι και τον έδέχοντο με μεγάλην υποδοχήν. Είχε δε και σημαιοφόρον ένα καλόγηρον θεώρατον, ο οποίος εκράτει ένα μεγάλον σταυρόν ψηλά εις τα χέρια και επήγαινε πάντοτε μπροστά εις το στράτευμα. Ο κόσμος εγίνετο τοίχος και έκαμναν τον σταυρόν τους καθώς επέρνα ο καλόγηρος με τον σταυρόν.
Εις τας 25 Μαρτίου εκατέβηκαν από τα βουνά της Καρύταινας ο Θεοδόσιος Καρδαράς με τους Ζυγοβιστινούς, ο Κωνσταντής Αλεξανδρόπουλος με τους Στεμντσιώτας και Δημητσανίτας και άλλους πολλούς από τον κάμπον, με τους καπεταναίους και τας σημαίας των κάθε χωρίον, και ηθέλησαν να πιάσουν τους Τούρκους της Καρύταινας, αλλ΄αυτοί το έμαθαν πρωτήτερα και επίασαν το Παλαιόκαστρο της Καρύταινας, επήραν από τους κατοίκους και ολίγας τροφάς και τα έμβασαν εις το φρούριον”.
Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στα “Απομνημονεύματα” (συγγρ. Γ. Τερτσέτης) πειγράφει:
“Εγώ εις τας 25 οπού εκίνησα από την Σκάλα, βγαίνοντας το Δερβένι του Λεονταριού, απάντησα ένα πεζοδρόμο σταλμένον από τον Βασίλη Μπούτουνα Καριώτη και μου έγραφε ότι “οι Τούρκοι της Καρύταινας εκλείσθηκαν εις το παλιόκαστρο της Καρύταινας…….οι δύο προεστοί της Καρύταινας Σπήλιος Κουλάς και Μιχαλής, δεν ήτον εις την Εταιρεία ‘μβασμένοι και δεν ήξεραν τι γίνεται και επαρακίνησαν τους Τούρκους να μείνουν στο κάστρο. Ο κάμπος της Καρύταινας δεν ηθέλησε να πιάση τ’ άρματα”.
Εγώ δεν έλειψα να κάμω μια προσταγή, και επάτησα τη βούλα μου: “Όποιο χωριό δεν ήθελε να ακολουθήση την φωνήν της Πατρίδος τσεκούρι και φωτιά”. Μανθάνοντας ότι εβγήκα εις το Δερβένι, οι εβδομήντα καβαλλαραίοι ευθύς αναχώρησαν δια την Τριπολιτσά. Εγώ πήγα εις ένα χωριό Τετέμπεη, ανάμεσα Λεοντάρι και Καρύταινα. Οι Μανιάταις μου είπαν: “Να πάμε στο Λεοντάρι”. Τους είπα: “Να πάρωμε χαλκώματα;”Την αυγή εξημέρωσε, σταις 26, έρηξα 1000 τουφέκια. Έκαμα να υπάγω εις την Καρύταινα να ακαρτερέσω τους Φαναρίτας και τους Καρυτινούς, και ακούοντας ταις μπαταριαίς ο κόσμος εκινήθηκαν όλοι. Εις τον δρόμον απάντησα ένα γράμμα του Βασίλη Μπούτουνα, και μου έλεγε: Ιδές το γράμμα των Φαναριτών που κάθονται εις την Σουλτίνα. Το έγραφαν εις τους Καρυτινούς Τούρκους, και έγραφε το γράμμα ότι αύριο περνάμε δια Τριπολιτσά, είμεθα τόσοι, ετοιμασθήτε να ενωθούμε. Εβγήκε ο Κολοκοτρώνης με τόσαις χιλιάδαις Μανιάτες. Ο Βασίλης είχε σκοτώσει τον Τούρκο εις το γεφύρι της Καρύταινας που είχε το γράμμα. Βλέποντας το γράμμα εκίνησα να πιάσω τον τόπο, που ήθελαν να απεράσουν οι Φαναρίταις. Βγαίνοντας αγνάντια εις την Καρύταινα οι Τούρκοι και βλέποντας τα μπαϊράκια, και μην ξεχωρίζοντας τον σταυρό, έλεγαν οτι είναι Τούρκοι, και πάμε μεντάτι.
Εγώ ετράβηξα έναν τόπο στενόν.”
Η συνέχεια σε επόμενη ανάρτηση