Κατά την παρουσίαση του τόμου «Η Αρκαδία των Περιηγητών» που εξέδωσε ο Δήμος Τρίπολης στην Παλαιά Βουλή στις 4/11 από τους κύριους ομιλητές ήταν ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, καθηγητής και Ακαδημαϊκός Προκόπης Παυλόπουλος (με ρίζες από Δημητσάνα). Στην ομιλία του, ανάμεσα στ’ άλλα επιχείρησε και μία περιληπτική αναφορά στο περιεχόμενο των περιηγητικών κειμένων, που εμπεριέχονται στον τόμο.
Παραθέτουμε κάποια εξαιρετικά και λίαν ενδιαφέροντα σημεία από την ομιλία του:
«Η Αρκαδία ως πηγή έμπνευσης για το Πνεύμα και την Τέχνη της Ευρώπης
“Αρκούμαι, λοιπόν, προκειμένου η συμβολή μου στην παρουσίαση του τόμου «Η Αρκαδία των Περιηγητών» να είναι πιο ουσιαστική, στην στοιχειολόγηση ορισμένων, σε κάποιες περιπτώσεις κορυφαίων, αναφορών για την Αρκαδία, οι οποίες προέρχονται από εμβληματικούς Ευρωπαίους εκπροσώπους του Πνεύματος και της Τέχνης -άρα του αναδυόμενου τότε συνολικού Ευρωπαϊκού Πολιτισμού- που έζησαν την ίδια, περίπου, περίοδο με τους ως άνω «Περιηγητές της Αρκαδίας». Κοινό σημείο των αναφορών αυτών είναι η «γοητεία» -θα μπορούσα να πω το «μάγεμα»- που ασκούσε πάνω στο έργο τους η Αρκαδία, όπως χανόταν στα βάθη των αιώνων και των μύθων. Σε σημείο ώστε να εκδηλώνεται ένα είδος ίσως πνευματικής, και όχι μόνο, ταύτισης μαζί της, ίσως κατά την αναζήτηση μιας άλλης «χαμένης Εδέμ».
1. Σ’ εκείνους τους Ευρωπαίους, lato sensu, εκπροσώπους του Πνεύματος που «γοήτευσε» η ιστορία και το κάλλος της Αρκαδίας -σε σημείο ώστε να «συμμερίζονται» ως και τον «μύθο» της- τον δρόμο είχαν ανοίξει κορυφαίοι συγγραφείς της Αρχαιότητας στην Ελλάδα και στην Ρώμη.
α) Συγκεκριμένα, ο Θεόκριτος στα «Ειδύλλια» (3ος αιώνας π.Χ., ήτοι κατά την Ελληνιστική περίοδο) και ο μεγάλος «προστατευόμενος» του Γάιου Μαικήνα Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος, στις «Εκλογές» (1ος αιώνας π.Χ.) -οπωσδήποτε μ’ έντονη επιρροή από τον Θεόκριτο- περιέγραψαν την Αρκαδία ως μια οιονεί «φαντασιακή» πανέμορφη περιοχή, οι άνθρωποι της οποίας ζούσαν «βίο ευδαίμονα», διακρινόμενοι για την απλότητα της ψυχής τους και την παροιμιώδη ηρεμία στις μεταξύ τους σχέσεις. Όμως πολύτιμος και αναπόσπαστος «οδηγός» τους για την Αρκαδία υπήρξε ο Παυσανίας, ο οποίος προερχόμενος από την Αργολίδα «πέρασε» στην Αρκαδική γη και έμεινε εκεί τρία ολόκληρα χρόνια, ως περιηγητής παροιμιώδους επιμέλειας. Την επιμέλειά του αυτή τεκμηριώνουν τα «Αρκαδικά» (176 μ.Χ.), μέσ’ από τα οποία αναδεικνύονται, με μοναδικό τρόπο για τα δεδομένα της εποχής, όχι μόνο τα τοπία και το κάλλος της Αρκαδίας αλλά και αυτό που αργότερα αποκλήθηκε, όπως ήδη επισημάνθηκε, ο «Αρκαδικός Μύθος», λόγω του εξιδανικευμένου τρόπου περιγραφής της συνύπαρξης θεών και ανθρώπων σε αυτό τον τόπο. Δεν πρέπει να υποτιμάται, στο ως άνω έργο του Παυσανία, και η λεπτομερής καταγραφή των αρχαιολογικών χώρων και των ιερών της Αρκαδίας, που και σήμερα αποτελεί αναπόσπαστο οδηγό της «αρκαδικής αρχαιογνωσίας» μας. Μιας και όταν συνέγραψε τα «Αρκαδικά», τα κατά τ’ ανωτέρω μνημεία είχαν διατηρηθεί σε εξαιρετικά καλή κατάσταση, παρά τις εχθρικές επιδρομές και άλλες καταστροφές.
β) Πάνω σε αυτά τα ιστορικά και εν γένει περιηγητικά χνάρια «βάδισαν», για ν’ «ανακαλύψουν» τον «Αρκαδικό Μύθο», μεταξύ άλλων:
β1) Ο Johann Wolfgang von Goethe. Είναι δε εξαιρετικά χαρακτηριστικό ότι η γοητεία που άσκησε πάνω στον Goethe η Αρκαδία δεν προέκυψε από μια επίσκεψή του στην γη της. Τον δικό του «Αρκαδικό Μύθο» δημιούργησαν οι γενικότερες γνώσεις του περί Αρκαδίας που τις αξιοποίησε, σχεδόν νοσταλγικά, στο ημερολόγιό του, το οποίο «αποτυπώνει» τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια του στον «κοσμικό παράδεισο» της Ιταλίας, μεταξύ 1786-1788. Σε αυτό το ημερολόγιο ο Goethe κατέγραψε -και μάλιστα προτάσσοντάς την- με μια άνευ προηγουμένου ρομαντική αλληγορία, την φράση «Auch ich in Arkadien» («Και εγώ στην Αρκαδία»). Μπορεί, λοιπόν, να μην πήγε στην Αρκαδία, ήταν όμως πολύ κοντά, μόνο το Ιόνιο Πέλαγος τον χώριζε από το λίκνο και την κοιτίδα του «Αρκαδικού Μύθου».
β2) Επίσης, κατά την ίδια περίοδο, ο Γερμανός Φιλέλληνας λογοτέχνης Friedrich Schiller, στο ποίημά του «Resignation», 1786 («Παραίτηση»), «υποτασσόμενος» στην μοίρα του και αναγνωρίζοντας ότι η αιωνιότητα δεν είναι συμβατή με την ανθρώπινη μοίρα, αρχίζει κάθε στροφή με τον στίχο «Auch ich war in Arkadien geboren» («Και εγώ στην Αρκαδία γεννήθηκα»): Η ευδαιμονία, στο πλαίσιο του «Αρκαδικού Μύθου», είναι μόνο μια ψευδαίσθηση, που βυθίζεται αργά αλλά σταθερά στο «νεφέλωμα» της μελαγχολίας, όταν αυτή «παίρνει την σκυτάλη», σε τελικό στάδιο, από την αποσταμένη και μάταιη νοσταλγία…
2. Λίγο πριν από τους προμνημονευόμενους εκπροσώπους της τότε διανόησης, η Τέχνη στην Ευρώπη είχε ήδη δεχθεί, και μάλιστα με ανεξίτηλα σημάδια στην Ζωγραφική, την ευθεία επιρροή του «Αρκαδικού Μύθου». Πώς, άραγε, θα μπορούσε αυτή η μετά την Αναγέννηση Τέχνη να μείνει αδιάφορη μπροστά στα πανίσχυρα «θέλγητρα» του κάλλους και της ευδαιμονίας που «ανέδιδε», από πολλούς αιώνες, η Αρκαδική Γη;
α) Μεταξύ 1618-1622, ο Ιταλός εκπρόσωπος του μπαρόκ Francesco Barbieri (Guercino) ζωγράφισε τον γνωστό πίνακα, στον οποίο αναγράφεται ως «memento mori» η, περιώνυμη πια, λατινική φράση: «Et in Arcadia ego» . Αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά τον πίνακα του Guercino, όπου δύο μορφές βοσκών παρατηρούν εκστατικοί ένα ανθρώπινο κρανίο πάνω σ’ ένα βράχο, μάλλον θ’ αποφύγει την, οπωσδήποτε πρόχειρη, μετάφραση του motto που καταλήγει στην, δήθεν, επίκληση της Αρκαδικής καταγωγής. Γιατί στον πίνακά του ο Guercino θέλει απλά να δείξει, ουσιαστικά περιγράφοντας με τον «χρωστήρα» του την ματαιότητα των εγκοσμίων, ότι ακόμη και στην «ευδαίμονα» Γη της Αρκαδίας -κατά κάποιο τρόπο σε πείσμα του «Αρκαδικού Μύθου»- ο θάνατος είναι «παρών» και «ακατανίκητος», εν τέλει δε «αναπόδραστος». Προς αυτή την κατεύθυνση ο Guercino «επιβεβαιώνει» τον «Εκκλησιαστή», ο οποίος αρχίζει με τον πασίγνωστο στίχο: «Ματαιότης ματαιοτήτων… τά πάντα ματαιότης». Και η συνέχεια ακόμη πιο αντιπροσωπευτική και εύγλωττη: «τί περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον;» («Ποιο είναι το κέρδος του ανθρώπου που μοχθεί ακατάπαυστα κάτω από τον ήλιο;»)
β) Ακριβώς στο «ίδιο μήκος κύματος» κινούνται και οι λίγο μεταγενέστεροι (1627 και 1637) δύο πίνακες του Γάλλου ζωγράφου Nicolas Poussin, που τιτλοφορήθηκαν : «Βοσκοί της Αρκαδίας». Οι βοσκοί αυτή την φορά περιεργάζονται έναν τάφο, πάνω στον οποίο υπάρχει ένα ανθρώπινο κρανίο. Ο τάφος και το κρανίο συμβολίζουν την αμείλικτη φθορά του ανθρώπου, ενώ οι βοσκοί, σκύβοντας για να διαβάσουν την «αινιγματική» επιγραφή πάνω στον τάφο «Et in Arcadia ego», ανακαλύπτουν εκστασιασμένοι και έμφοβοι ότι ο θάνατος έχει «κατοικία» ακόμη και στην Αρκαδία. Το κάλλος και η ευδαιμονία ουδέποτε υπήρξαν για τους ανθρώπους «συνώνυμα» της αιωνιότητας. Αν όμως κάτι μένει για ένα είδος αιωνιότητας σήμερα αυτό είναι ο «Αρκαδικός Μύθος».
Ολοκληρώνω τις λίγες αυτές σκέψεις μου για τον τόμο «Η Αρκαδία των Περιηγητών» με την πρόσθετη, αν και αυτονόητη, επισήμανση ότι το έργο συνιστά μέγιστη προσφορά του Δήμου Τρίπολης, του Δημάρχου Τρίπολης και των λοιπών συντελεστών της έκδοσης στην καταγραφή της όλης ιστορικής πορείας της Αρκαδίας, από τις παρυφές του μύθου και της Προϊστορίας και ως την «έκρηξη» της Εθνεγερσίας του 1821. Και κατά τούτο ο τόμος «Η Αρκαδία των Περιηγητών» είναι και ένα είδος οφειλόμενης «σπονδής» στην συμβολή της Αρκαδίας και των Αρκάδων ως προς την ευόδωση της Εθνεγερσίας του 1821. Διότι αποτελεί πλέον «κοινό τόπο», από ιστορική έποψη, ότι η Άλωση της Τριπολιτσάς ήταν το «έναυσμα» και το «θεμέλιο» για την ευόδωση της Εθνεγερσίας του 1821 με τον Στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη -ακριβώς για το ιδιοφυές στρατήγημά του- να μένει για πάντα στην Ιστορία μας ως οιονεί «συνιδρυτής» -μαζί με τον Πρώτο Κυβερνήτη, τον Ιωάννη Καποδίστρια, για την δολοφονία του οποίου θ’ απολογούμαστε διαχρονικώς- του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Πραγματικά, δίχως την Άλωση της Τριπολιτσάς η Εθνεγερσία του 1821 δεν θα είχε οδηγηθεί, σχεδόν δέκα χρόνια μετά, στην ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1821. Όσο για τα αδιανόητα μυθεύματα ως προς τις συνθήκες, υπό τις οποίες συντελέσθηκε η επική Άλωση της Τριπολιτσάς -που, δυστυχώς, «αναμασούν» και κάποιοι intra muros αδαείς «ιστορικοί» μας -συγχαίρω τους συντελεστές έκδοσης του τόμου «Η Αρκαδία των Περιηγητών» διότι επέλεξαν, και ορθώς, να προτάξουν τις σκέψεις του Γάλλου Maxime Raybaud, in «Memoires sur la Grèce» (Paris, 1824, σελ. XIII-XIV). Σκέψεις, οι οποίες καταλήγουν στο δίκαιο συμπέρασμα ότι η όλη εξέλιξη της Μάχης της Τριπολιτσάς ήταν επιβεβλημένη στα «δίσεκτα» και «δυστοπικά» εκείνα χρόνια, αφού η Ελλάδα «δεν μπορούσε να βγει από την άβυσσο στην οποία είχε βυθιστεί εξαιτίας της πολύχρονης δουλείας, ούτε με συμβιβασμούς, ούτε με θαύματα, αλλά με πολύ θάρρος».