Ἐγεννήθη στή Δημητσάνα τό 1710 ἀπό εὐγενεῖς καί εὔπορους γονεῖς, πού ὑπῆρξαν καί εὐεργέτες τῆς ἱστορικῆς πόλεως. Τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος καί τό πατρώνυμο Θεοφίλης. Σπούδασε στή Σχολή πού ἄριστα λειτουργοῦσε στή Μονή Φιλοσόφου. Ἀφοῦ ἐκάρη Μοναχός καί χειροτονήθηκε Διάκονος καί Πρεσβύτερος καί ἔδειξε πολύ σύντομα τά πολλά καί ἀξιοθαύμαστα προσόντα του, ἀνεδείχθη σέ μικρή ἡλικία καταρχάς Ἐπίσκοπος Καρυουπόλεως τό 1741. Ἐν συνεχεία, τό 1747, προήχθη στήν Ἀρχιεπισκοπή Δημητσάνης καί τό 1750 ἀνεδείχθη Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας.
Λόγω τοῦ ἐξόχου πνεύματός του, τῆς λαμπρῆς παιδείας του, τῶν ἡγετικῶν του προσόντων καί ἰδιαίτερα τῆς φιλοπατρίας του, ἐξελέγη «Μοραγιάνης», δηλαδή Πρόεδρος τῶν Ἑλλήνων Προεστῶν τῶν Ἐπαρχιῶν τοῦ Μοριᾶ ἔχοντας ὡς βοηθούς καί συναδέλφους τούς τότε προεστούς τῆς Πελοποννήσου Γιαννάκη Κρεββατᾶ, Ἀ. Ζαΐμη καί Παν. Μπενάκη. Ἡ δραστηριότητά του καί ἡ συμμετοχή του στά κοινά ἐξόργισε τούς Τούρκους τούς ὁποίους ἐρέθιζε καί ἡ ἐνάρετη βιοτή καί πολιτεία του, ἡ καθαρότητα τῆς ζωῆς του, ἡ ἀκλόνητη πίστη του στόν Θεό καί ἡ θυσιαστική ἀγάπη του πρός τόν συνάνθρωπο, τόν ὁποῖο εὐεργετοῦσε στίς ἀνάγκες του.
Οἱ Τοῦρκοι γνώριζαν ὅτι οἱ χριστιανοί τῆς ἐπαρχίας μας τόν θεωροῦσαν πατέρα τους πνευματικό, ὑπερασπιστή τῶν ἀδυνάτων καί τῶν αδικουμένων καί τούς φόβιζε πάντα ἡ ἐπιρροή πού εἶχε σέ κάθε Ἕλληνα δοκιμαζόμενο.
Ὅλα αὐτά τούς ἔκαναν ἀποφασιστικούς νά ἐκτελέσουν τό ἐγκληματικό τους σχέδιο, γιά νά ἡσυχάσουν ἀπό τήν παρουσία του. Ὑλοποιώντας τό σχέδιό τους περικύκλωσαν τό Ἐπισκοπεῖο στόν Μυστρᾶ. Ἐκεῖνος, ἤρεμος καί ἀποφασιστικός, ἀπέρριπτε τίς προτροπές ἐκείνων πού τόν συμβούλευαν νά φύγει κρυφά, γιά νά σωθεῖ λέγοντάς τους ὅτι «ὁ Ποιμήν ὁ καλός θυσιάζει τή ζωή του γιά τούς χριστιανούς πού τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός καί μόνο ὁ μισθωτός ἀφήνει τά πρόβατα καί φεύγει καί ὁ λύκος ἁρπάζει καί διασκορπίζει τά πρόβατα».
Στίς 14 Ἀπριλίου 1764, ξημερώνοντας ἡ 15η, ἑορτή τοῦ ἁγίου Λεωνίδα, μάρτυρος, τελεῖ ὁλονυκτία καί τή Θεία Λειτουργία μόνος του, κοινωνεῖ τῶν ἀχράντων μυστηρίων καί, γιά νά μή βεβηλώσουν οἱ Τοῦρκοι τόν ναό εἰσερχόμενοι, βγαίνει ὁ ἴδιος ἔξω καί παραδίδεται στή μανία τους. Τόν δέρνουν, τόν σπαθίζουν σ΄ὅλο του τό σῶμα, τόν σέρνουν κατά γῆς καί τόν ἀποκεφαλίζουν στή μικρή πόρτα τῆς μάνδρας τοῦ περιβόλου τοῦ Ναοῦ. Τό αἷμα του πορφύρωσε τόν τόπο καί φαίνεται ἀκόμη τό χρῶμα του ἐπάνω στήν ἐκεῖ εὑρισκομένη πέτρα.
Τό ἅγιο λείψανό του τό σέρνουν στούς δρόμους τοῦ Μυστρᾶ καί τό ἀφήνουν στήν πλατεῖα τρία ἡμερόνυχτα χωρίς νά πάθει τήν παραμικρή ἀλλοίωση.
Αὐτόν τόν ἅγιο Ἐθνομάρτυρα ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Παναγιωτάτου κ. Βαρθολομαίου, ἁγιοκατέταξε σήμερα μεταξύ τῶν ἐθνοϊερομαρτύρων καί ὅρισε τήν ἑορτή του τή 15η Ἀπριλίου ἑκάστου ἔτους.
Δοξάζουμε τόν Πανάγαθο Θεό γιά τήν ἰδιαίτερη εὐλογία πού χάρισε στόν τόπο μας καί ἀνέδειξε ἕναν ἀκόμη Ἅγιο γιά προστάτη μας καί καθοδηγητή μας καί βοηθό μας στή δύσκολη ζωή μας.
+ Ο ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΠΑΡΤΗΣ
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ