Η ΖΩΗ ΜΟΥ
+του Αρχ. Ανανία Κουστένη*
Γεννήθηκα στις 15 Φεβρουαρίου το 1945, στην Καρκαλού Δημητσάνης Γορτυνίας, στην Πελοπόννησο. Στην Ἀρκαδία. Και είχε δύο μέτρα χιόνι. Πήγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου στη Δημητσάνα να φέρει τον γιατρό και κόντεψε να χαθεί στον δρόμο.
Δύσκολα πράγματα ήτανε. Έ, ήτανε τότε τέλος Κατοχής.
Πολύ δύσκολα. Δεν είχαμε ούτε γάλα ούτε τίποτα.
Αλλά αυτό είναι και το μέγα ευτύχημα. Διότι σκληραγωγηθήκαμε. Από εκεί που βγήκαν οι γονείς μου, ήταν πολύ καλοί.
Μεγάλωσαν και οι δύο, ως παιδιάκια, ορφανοί. Προπαντός ο πατέρας μου. Διότι της μάνας μου πέθανε ο πατέρας και είχε τη μάνα της και «τα παιδιά ορφανεύουν από μάνα και όχι από πατέρα», λέει ο λαός.
Του πατέρα μου είχε πεθάνει η μάνα του. Ήταν πολύ καλή. Και ο πατέρας του πήρε άλλη γυναίκα. Και τον πατέρα μου, τεσσάρων χρονών ανθρωπάκο, τον πέταξε στο βουνό να φυλάει τα πρόβατα. Πως μεγάλωσε; Σαν αγρίμι. Και πάλι καλά και εκείνοι, γιατί ήσαν στην Καττοχή, στα αυτά…! Ο πατέρας μου πήγε επτά φορές στρατιώτης! Τι να κάνεις; Εφτά φορές!
Βέβαια, είχαμε φτώχια, δυσκολίες.
Ε.. καλά ήταν.
Να σας πω, καλά ήταν! Διότι, το σκέφτομαι τώρα, από εκεί που βγήκαν, όπως προείπα, καλοί ήταν. Δεν μας έμαθαν ποτέ το κακό.
Το κακό δεν μας το έμαθαν. Μας έμαθαν να είμαστε φιλόξενοι, να αγαπάμε την πατρίδα, να αγαπάμε τους ανθρώπους….
Να αγαπάμε την πατρίδα!
Ο πατέρας μου έλεγε: «Εφτά φορές πήγα εγώ!». Και όταν στο τέλος, που τυφλώθηκε τελείως, ζήτησε να του δώσει το κράτος μια σύνταξη, δεν του την έδωσαν! Γιατί δεν ήτανε με το κόμμα που κυβερνούσε! Με συγχωρείτε που τα λέω… Ως φαντάρο τον παίρνανε και οι δύο. Τον πήγαιναν στο βουνό και οι μεν και οι δε. Και τον κατηγορούσαν και οι δύο. Κι ήταν αυτό διελκυστίνδα. Τι να κάνει, δηλαδή; Αλλά έτσι ήταν τα πράγματα τότε.
Όταν πήγα στο γιατρό, που ΄χω το ζάχαρο, το έχω είκοσι χρόνια, μου λέει: «Η μορφή του διαβήτη που έχετε, πάτερ, είναι επιθετική. Το πολύ να ζήσετε πέντε χρόνια». «Εγώ το έχω είκοσι τώρα».
Μου λέει: «Κάνατε σκληρή δουλειά; Περάσατε σκληρά χρόνια, δύσκολα;».
«Ναι».
«Αυτό σας κρατάει», μου λέει.
Αυτός είναι καθηγητής Πανεπιστημίου, ο κύριος Βλαχάκος Δημήτριος.
Μάλιστα! «Αυτό σας κρατάει, επειδή σκληραγωγηθήκατε».
Σήμερα δεν σκληραγωγούμεθα, είμαστε ζυμάρι, μαλθακοί.
Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος να εργάζεται, να γυμνάζεται, να περπατάει, να μην κάθεται. Ακόμα και στον Παράδεισο, που τους έβαλε και πριν την πτώση, τι τους είπε: «Εργάζεσθαι και φυλάσσειν αυτόν».
Όταν σταμάτησαν να εργάζονται και άρχισαν να περιεργάζονται και τον όφιν και τον δένδρο, έπεσαν! «Αργία μήτηρ πάσης κακίας, έλεγαν και οι παλαιοί.
Οι αρχαίο Έλληνες κάνανε φοβερή χρήση της λογικής και της πείρας τους. Δύο πράγματα σπουδαία. Εργαλεία του ανθρώπου, δηλαδή. Δεν επέτρεπαν ποτέ στον εαυτό τους να κάνουν δύο φορές το ίδιο λάθος. «Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού».
Μάλιστα! Καλά ήτανε! Δόξα τω Θεώ, βγάλαμε και το Δημοτικό Σχολείο. Πήγα και στη Δημητσάνα στο Γυμνάσιο μετά. Τελείωσε και αυτό. Να σημειωθεί ότι πηγαίναμε από την Καρκαλού στη Δημηστάνα με τα πόδια. Δεν είχαμε ούτε να μείνουμε εκεί πέρα. Να φανταστείς είναι οχτώ χιλιόμετρα να πας και οχτώ να γυρίσεις, σύνολο δεκαέξι.
Δόξα τω Θεώ.
*Από το βιβλίο που κυκλοφορεί με τιτλο «Από τη ζωή μου», Εκδόσεις «Κυπρής» 2024