Ήθη και έθιμα Χριστουγέννων

Σε ό­λα τα χω­ρι­ά μας “ξη­με­ρώ­νουν Χρι­στού­γεν­να, χρο­νι­ά­ρα η­μέ­ρα”. Η χα­ρά εί­ναι με­γά­λη. Εί­ναι η με­γα­λύ­τε­ρη γι­ορ­τή της χρι­στι­α­νο­σύ­νης και γι­ορ­τά­ζε­ται με ι­δι­αί­τε­ρη πα­ρα­δο­σι­α­κή ευ­λά­βει­α α­πό τον λα­ό μας. Οι γι­ορ­τα­στι­κές ε­τοι­μα­σί­ες αρ­χί­ζουν σχε­δόν α­πό τις αρ­χές του Δε­κεμ­βρί­ου και ο­λο­κλη­ρώ­νον­ται την πα­ρα­μο­νή με τα τε­λευ­ταί­α ψώ­νι­α.

Οι κα­λοί νοι­κο­κυ­ραί­οι, άν­δρες χω­ρι­κοί, ξω­μά­χοι φρον­τί­ζουν τις έ­ξω α­πό το σπί­τι δου­λει­ές και οι κα­λές νοι­κο­κυ­ρές τις δου­λει­ές του σπι­τι­ού, ώ­στε την πα­ρα­μο­νή να εί­ναι ό­λα έ­τοι­μα. Οι άν­δρες α­σχο­λούν­ται με τα σπαρ­τά που τε­λει­ώ­νουν στις δέ­κα με δε­κα­πέν­τε του μή­να, με την πε­ρι­ποί­η­ση των γι­δο­προ­βά­των, την βό­σκη­ση τους, την τρο­φή τους (σα­νό, τρι­φύλ­λι­α, βε­λό­νι­α, ξύ­λα) στα υ­πο­στα­τι­κά, με τα ζώ­α και το σφα­χτό της η­μέ­ρας. Οι νοι­κο­κυ­ρές συ­γυ­ρί­ζουν τα σπί­τι­α (κα­θα­ρι­ό­τη­τα, στρώ­σι­μο, χρι­στό­ψω­μα, γλυ­κά κ.τ.λ.!, γι­α­τί πε­ρι­μέ­νουν τους δι­κούς τους (παι­δι­ά, νύ­φες, εγ­γό­νι­α) να έρ­θουν α­πό τις πο­λι­τεί­ες – συ­νή­θως τις πα­ρα­μο­νές – και πρέ­πει το σπί­τι να εί­ναι σε ό­λα του τα­κτο­ποι­η­μέ­νο.

Τα χρι­στό­ψω­μα δι­α­φέ­ρουν α­πό τα κα­θη­με­ρι­νά ζυ­μώ­μα­τα. Γίνον­ται με ψι­λο­κρι­σα­ρι­σμέ­νο α­λεύ­ρι, γι­α να εί­ναι λευ­κά και α­φρά­τα. Τα πα­στώ­νουν με σου­σά­μι, τους φτι­άχ­νουν έ­να με­γά­λο σταυ­ρό και φυ­τεύ­ουν κα­ρύ­δι­α γι­α να εί­ναι πι­ο εν­τυ­πω­σι­α­κά και να ξε­χω­ρί­ζουν α­πό τα άλ­λα ψω­μι­ά. Πα­ράλ­λη­λα ο νοι­κο­κύ­ρης κα­νο­νί­ζει το κρέ­ας που θα μα­γει­ρευ­τεί α­νή­με­ρα. Σε πολ­λά α­πό τα χω­ρι­ά, αν­τί να σφά­ξουν τα ζώ­α τις α­πο­κρι­ές, που συ­νη­θί­ζουν οι πε­ρισ­σό­τε­ροι, το κά­νουν πα­ρα­μο­νές των Χρι­στου­γέν­νων. Το πι­ο φτω­χι­κό σφα­χτό θα εί­ναι έ­νας κα­λός κό­κο­ρας. Ετσι το βρά­δυ της πα­ρα­μο­νής εί­ναι ό­λα έ­τοι­μα γι­α την η­μέ­ρα των Χρι­στου­γέν­νων. Πριν κοι­μη­θεί η οι­κο­γέ­νει­α, κλεί­νουν κα­λά πόρ­τες και πα­ρα­θύ­ρι­α, γι­α να μην μπουν μέ­σα τα κα­κά πνεύ­μα­τα. Η φω­τι­ά ε­νι­σχυ­μέ­νη καί­ει στο τζά­κι. Σε πολ­λά χω­ρι­ά πριν κοι­μη­θούν,  βγά­ζουν έ­ξω έ­να α­ναμ­μέ­νο ξύ­λο (δαυ­λί) γι­α να δι­ώχ­νει τους κα­λι­κάν­τζα­ρους και να τους  α­πο­θαρ­ρύ­νει να πλη­σι­ά­σουν τα σπί­τι­α τους !

Η λει­τουρ­γί­α των Χρι­στου­γέν­νων αρ­χί­ζει νύ­χτα, (γύ­ρω στις 4-5) γι­α να τε­λει­ώ­σει στα  χα­ρά­μα­τα. Η  νυ­χτε­ρι­νή λει­τουρ­γί­α ε­κτός α­πό τη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα και την γρα­φι­κό­τη­τά της, ε­πι­βαλ­λό­ταν στα ο­ρει­νά χω­ρι­ά μας και γι­α λό­γους πρα­κτι­κούς. Τα σφα­χτά (γι­δο­πρό­βα­τα) έ­πρε­πε να βγουν και γι­α την βο­σκή τους και φυ­σι­κά έ­πρε­πε να τα συ­νο­δεύ­ει ο τσο­πά­νης τους, που έ­πρε­πε να εί­ναι φα­γω­μέ­νος και πι­ω­μέ­νος, γι­α να αν­τέ­χει στο κρύ­ο και τις βρο­χές.

Στο τέ­λος της λει­τουρ­γί­ας αρ­χί­ζουν τα “χρό­νι­α πολ­λά”, οι ευ­χές, τα χει­ρο­φι­λή­μα­τα και οι α­σπα­σμοί. Επι­στρέ­φον­τας στο σπί­τι, το χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο τρα­πέ­ζι εί­ναι έ­τοι­μο και το φα­γη­τό αρ­χί­ζει με κρα­σο­κα­τά­νυ­ξη, με­ζέ­δες, γλυ­κά και ευ­χές.

* Απόσπασμα από το βιβλίο «Αντίλαλοι», Νώντα Π. Σακελλαρόπουλου, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Γορτυνία»